λᾶϊγξ: Difference between revisions
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=λάϊγγος (ἡ) :<br />petite pierre.<br />'''Étymologie:''' [[λᾶας]]. | |btext=λάϊγγος (ἡ) :<br />petite pierre.<br />'''Étymologie:''' [[λᾶας]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λᾶϊγξ:''' ϊγγος ἡ камешек Hom. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λᾶϊγξ:''' -γγος, ἡ, υποκορ. του [[λᾶας]], [[μικρός]] [[λίθος]], [[βότσαλο]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''λᾶϊγξ:''' -γγος, ἡ, υποκορ. του [[λᾶας]], [[μικρός]] [[λίθος]], [[βότσαλο]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ιγγος, ἡ, Dim. of λᾶας, A small stone, pebble, λάϊγγες Od.5.433; λάϊγγας 6.95. II generally, stone, A.R.1.402, al.
French (Bailly abrégé)
λάϊγγος (ἡ) :
petite pierre.
Étymologie: λᾶας.
Russian (Dvoretsky)
λᾶϊγξ: ϊγγος ἡ камешек Hom.
Greek (Liddell-Scott)
λᾶϊγξ: γγος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ λᾶας, μικρὸς λίθος, «λιθάρι», λάϊγγες, Ὀδ. Ε. 433· λάϊγγας, Ζ. 95. ΙΙ. καθόλου, λίθος, Ἀπολλ. Ροδ. Α΄, 402, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
λᾱϊγξ, -ιγγος, ἡ (Α)
1. μικρός λίθος, λιθάρι
2. (γενικά) λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας + εκφραστικό επίθημα -ιγξ (πρβλ. στρόφιγξ, φύσιγξ)].
Greek Monotonic
λᾶϊγξ: -γγος, ἡ, υποκορ. του λᾶας, μικρός λίθος, βότσαλο, σε Ομήρ. Οδ.