μυχθισμός: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />grondement, murmure.<br />'''Étymologie:''' [[μυχθίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />grondement, murmure.<br />'''Étymologie:''' [[μυχθίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μυχθισμός:''' ὁ [[хрипение]], [[стон]] (νεκρῶν Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μυχθισμός:''' ὁ, [[φύσημα]] της [[μύτης]], [[αναστεναγμός]] (μεταφ. [[χλεύη]]), σε Ευρ.
|lsmtext='''μυχθισμός:''' ὁ, [[φύσημα]] της [[μύτης]], [[αναστεναγμός]] (μεταφ. [[χλεύη]]), σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μυχθισμός:''' ὁ [[хрипение]], [[стон]] (νεκρῶν Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μυχθισμός]], οῦ, ὁ,<br />a snorting, moaning, Eur.
|mdlsjtxt=[[μυχθισμός]], οῦ, ὁ,<br />a snorting, moaning, Eur.
}}
}}

Revision as of 14:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυχθισμός Medium diacritics: μυχθισμός Low diacritics: μυχθισμός Capitals: ΜΥΧΘΙΣΜΟΣ
Transliteration A: mychthismós Transliteration B: mychthismos Transliteration C: mychthismos Beta Code: muxqismo/s

English (LSJ)

ὁ, A snorting, Hp.Coac.509; νεκρῶν E.Rh.789. II mocking, jeering, Aq.Ps.122(123).4.

German (Pape)

[Seite 224] ὁ, Röcheln, Stöhnen, κλύω μυχθισμῶν νεκρῶν, Eur. Rhes. 789, Hesych. erkl. στέναγμός.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
grondement, murmure.
Étymologie: μυχθίζω.

Russian (Dvoretsky)

μυχθισμός:хрипение, стон (νεκρῶν Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

μυχθισμός: ὁ, φύσημα διὰ τῆς ῥινός, γογγυσμός, Ἱππ. 203Α, Εὐρ. Ρῆσ. 789. ΙΙ. μυκτηρισμός, σκῶμμα, περίγελως, Ἀκύλ. εἰς Ψαλμ. 422. 4.

Greek Monolingual

μυχθισμός, ὁ (Α) μυχθίζω
1. εκπνοή από τη μύτη με γογγυσμό, στεναγμός, βόγγος
2. μυκτηρισμός, σκώμμα, περιγέλασμα.

Greek Monotonic

μυχθισμός: ὁ, φύσημα της μύτης, αναστεναγμός (μεταφ. χλεύη), σε Ευρ.

Middle Liddell

μυχθισμός, οῦ, ὁ,
a snorting, moaning, Eur.