νεοσίγαλος: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui brille d'un éclat récent.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[σιγαλόεις]]. | |btext=ος, ον :<br />qui brille d'un éclat récent.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[σιγαλόεις]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεοσίγᾰλος:''' (ῑ) сверкающий новым блеском, ярко блистающий ([[τρόπος]] Pind.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεοσίγᾰλος:''' [ῑ], -ον ([[σιγαλόεις]]), [[νέος]] και απαστράπτων, με όλη τη [[λάμψη]] πάνω του, σε Πίνδ. | |lsmtext='''νεοσίγᾰλος:''' [ῑ], -ον ([[σιγαλόεις]]), [[νέος]] και απαστράπτων, με όλη τη [[λάμψη]] πάνω του, σε Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=νεο-σῑ́γᾰλος, ον [[σιγαλόεις]]<br />new and [[sparkling]], with all the [[gloss]] on, Pind. | |mdlsjtxt=νεο-σῑ́γᾰλος, ον [[σιγαλόεις]]<br />new and [[sparkling]], with all the [[gloss]] on, Pind. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:50, 3 October 2022
English (LSJ)
[ῑ], ον, (σιγαλόεις) new and sparkling, with all the gloss on, metaph., τρόπος Pi.O.3.4.
German (Pape)
[Seite 244] frisch glänzend, neu funkelnd, τρόπος, Pind. Ol. 3, 4, Schol. νεοποίκιλος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui brille d'un éclat récent.
Étymologie: νέος, σιγαλόεις.
Russian (Dvoretsky)
νεοσίγᾰλος: (ῑ) сверкающий новым блеском, ярко блистающий (τρόπος Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
νεοσίγᾰλος: [ῑ], -ον, (σιγαλόεις) νέος καὶ ἀποστίλβων, στιλπνός, Πινδ. Ο. 3. 8.
English (Slater)
νεοςῑγᾰλος shining new (cf. Leumann, Hom. Wörter, 214̆{8}) μοι νεοσίγαλον εὑρόντι τρόπον (O. 3.4)
Greek Monolingual
νεοσίγαλος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) νέος και αστραφτερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + σιγαλόεις «λείος, στιλπνός». Ο τ. νεοσίγαλος σχηματίστηκε από το σιγαλόεις κατά το σχήμα πολυπαίπαλος: παιπαλόεις.
Greek Monotonic
νεοσίγᾰλος: [ῑ], -ον (σιγαλόεις), νέος και απαστράπτων, με όλη τη λάμψη πάνω του, σε Πίνδ.
Middle Liddell
νεο-σῑ́γᾰλος, ον σιγαλόεις
new and sparkling, with all the gloss on, Pind.