οἴκει: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=oi)/kei | |Beta Code=oi)/kei | ||
|Definition=Adv., = [[οἴκοι]], <span class="bibl">Men.1044</span>. | |Definition=Adv., = [[οἴκοι]], <span class="bibl">Men.1044</span>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἴκει:''' adv. Men. = [[οἴκοι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἴκει]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[οίκοι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[οἴκει]] έχει σχηματιστεί από το επίρρ. [[οἴκοι]] με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>οι</i> σε -<i>ει</i>, ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] λιγότερο πιθανή από αρχαία τοπική [[πτώση]] σε -<i>ει</i>]. | |mltxt=[[οἴκει]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[οίκοι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[οἴκει]] έχει σχηματιστεί από το επίρρ. [[οἴκοι]] με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>οι</i> σε -<i>ει</i>, ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] λιγότερο πιθανή από αρχαία τοπική [[πτώση]] σε -<i>ει</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 3 October 2022
English (LSJ)
Adv., = οἴκοι, Men.1044.
Russian (Dvoretsky)
οἴκει: adv. Men. = οἴκοι.
Greek (Liddell-Scott)
οἴκει: Ἐπίρρ. = οἴκοι, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 456.
Greek Monolingual
οἴκει (Α)
επίρρ. βλ. οίκοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. οἴκει έχει σχηματιστεί από το επίρρ. οἴκοι με ανομοιωτική τροπή του -οι σε -ει, ενώ κατ' άλλη άποψη λιγότερο πιθανή από αρχαία τοπική πτώση σε -ει].