οἰσύϊνος: Difference between revisions

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />d'osier.<br />'''Étymologie:''' [[οἰσύα]].
|btext=η, ον :<br />d'osier.<br />'''Étymologie:''' [[οἰσύα]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰσύϊνος:''' [[ивовый]] (ῥῖπες Hom.; ἀσπίδες Thuc.; [[ὅπλα]] Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰσύϊνος:''' [ῐ], -η, -ον, αυτός που προέρχεται από τη [[λυγαριά]], [[πλέγμα]] φτιαγμένο από κλαδιά λυγαριάς, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''οἰσύϊνος:''' [ῐ], -η, -ον, αυτός που προέρχεται από τη [[λυγαριά]], [[πλέγμα]] φτιαγμένο από κλαδιά λυγαριάς, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰσύϊνος:''' [[ивовый]] (ῥῖπες Hom.; ἀσπίδες Thuc.; [[ὅπλα]] Xen.).
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[of osier]], [[of ozier]]
|woodrun=[[of osier]], [[of ozier]]
}}
}}

Revision as of 15:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰσύϊνος Medium diacritics: οἰσύϊνος Low diacritics: οισύϊνος Capitals: ΟΙΣΥΪΝΟΣ
Transliteration A: oisýïnos Transliteration B: oisuinos Transliteration C: oisyinos Beta Code: oi)su/i+nos

English (LSJ)

[ῐ], η, ον, of osier, of wickerwork, ῥῖπες Od.5.256; ἀσπίδες Th.4.9; ὅπλα X.HG2.4.25; ῥάβδος AP6.246; κύρτος Opp.H.3.372.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
d'osier.
Étymologie: οἰσύα.

Russian (Dvoretsky)

οἰσύϊνος: ивовый (ῥῖπες Hom.; ἀσπίδες Thuc.; ὅπλα Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰσύϊνος: [ῐ], -η, -ον, ὁ ἐξ οἰσύας, ῥῖπες Ὀδ. Ε. 256· ἀσπίδες Θουκ. 4. 9· ὅπλα Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 25.

Greek Monolingual

οἰσύϊνος, -ίνη, -ον (Α)
αυτός που είναι κατασκευασμένος από κλαδιά λυγαριάς («οἰσύϊναι ἀσπίδες», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύα «το φυτό λυγαριά» + κατάλ. -ινος (πρβλ. δάφν-ινος)].

Greek Monotonic

οἰσύϊνος: [ῐ], -η, -ον, αυτός που προέρχεται από τη λυγαριά, πλέγμα φτιαγμένο από κλαδιά λυγαριάς, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. κ.λπ.

English (Woodhouse)

of osier, of ozier

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)