πολύβοτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />abondant en pâturages.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[βόσκω]].
|btext=ος, ον :<br />abondant en pâturages.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[βόσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολύβοτος:''' Aesch. [[varia lectio|v.l.]] = [[πολύβοσκος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύβοτος:''' -ον ([[βόσκω]]), αυτός που τρέφει πολλούς, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πολύβοτος:''' -ον ([[βόσκω]]), αυτός που τρέφει πολλούς, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύβοτος:''' Aesch. [[varia lectio|v.l.]] = [[πολύβοσκος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-βοτος, ον, [[βόσκω]]<br />[[much]]-[[nourishing]], Aesch.
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-βοτος, ον, [[βόσκω]]<br />[[much]]-[[nourishing]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 15:22, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́βοτος Medium diacritics: πολύβοτος Low diacritics: πολύβοτος Capitals: ΠΟΛΥΒΟΤΟΣ
Transliteration A: polýbotos Transliteration B: polybotos Transliteration C: polyvotos Beta Code: polu/botos

English (LSJ)

ον, (βόσκω) A much-nourishing, αἰὼν βροτῶν A.Th.774 (lyr.). II having much pasture, Κελαιναί Tim.Pers.153; γῆ D.H.1.37.

German (Pape)

[Seite 660] viel weidend, ernährend, Simmi. ov.; weidereich, Ἰταλία, D. Hal. 1, 37; in poet. Form πουλύβοτος αἰών Aesch. Spt. 730.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abondant en pâturages.
Étymologie: πολύς, βόσκω.

Russian (Dvoretsky)

πολύβοτος: Aesch. v.l. = πολύβοσκος.

Greek (Liddell-Scott)

πολύβοτος: ον (βόσκω) ὁ πολλοὺς τρέφων, αἰὼν βροτῶν Αἰσχύλ. Θήβ. 774. ΙΙ. ὁ ἔχων πολλὴν βοσκήν, πολλὰς νομάς, γῆ Διον. Ἁλ. 1. 37.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολύτροφος
2. αυτός που έχει πολλούς τόπους κατάλληλους για βοσκή («γῆν πολύκαρπον καὶ πολύβοτον», Δίον.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. εύ-βοτος].

Greek Monotonic

πολύβοτος: -ον (βόσκω), αυτός που τρέφει πολλούς, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

πολύ-βοτος, ον, βόσκω
much-nourishing, Aesch.