προεισφορά: Difference between revisions

From LSJ

Μέλλοντα ταῦτα. Τῶν προκειμένων τι χρὴ πράσσειν· μέλει γὰρ τῶνδ' ὅτοισι χρὴ μέλειν → Tomorrow is tomorrow. Future cares have future cures, and we must mind today.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />paiement anticipé de l'impôt ; avance de l'impôt pour qqn.<br />'''Étymologie:''' [[προεισφέρω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />paiement anticipé de l'impôt ; avance de l'impôt pour qqn.<br />'''Étymologie:''' [[προεισφέρω]].
}}
{{elru
|elrutext='''προεισφορά:''' ἡ [[досрочно уплаченный]] (за кого-л.) налог Dem.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προεισφορά:''' ἡ, χρήματα που προσφέρονται για να πληρώσουν την <i>εἰσφοράν</i> άλλων, σε Δημ.
|lsmtext='''προεισφορά:''' ἡ, χρήματα που προσφέρονται για να πληρώσουν την <i>εἰσφοράν</i> άλλων, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''προεισφορά:''' ἡ [[досрочно уплаченный]] (за кого-л.) налог Dem.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[προεισφορά]], ἡ, [from [[προεισφέρω]]<br />[[money]] advanced to pay the [[εἰσφορά]] for others, Dem.
|mdlsjtxt=[[προεισφορά]], ἡ, [from [[προεισφέρω]]<br />[[money]] advanced to pay the [[εἰσφορά]] for others, Dem.
}}
}}

Revision as of 15:29, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεισφορά Medium diacritics: προεισφορά Low diacritics: προεισφορά Capitals: ΠΡΟΕΙΣΦΟΡΑ
Transliteration A: proeisphorá Transliteration B: proeisphora Transliteration C: proeisfora Beta Code: proeisfora/

English (LSJ)

ἡ, A money advanced to pay the εἰσφορά for others, D.37.37,50.9. 2 advance of money to the State, Inscr.Prien.108.51,56 (ii B.C., pl.); χρημάτων SIG1003.30 (Priene, ii B.C.). 3 preliminary expenses, Lib.Decl.33.18.

German (Pape)

[Seite 718] ἡ, vorausbezahlte Kriegssteuer od. Vorschuß der Kriegssteuer, εἰσφορά, für Andere, Dem. 37, 37; vgl. Böckh Staatshaushalt I p. 321. II p. 63. 70.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
paiement anticipé de l'impôt ; avance de l'impôt pour qqn.
Étymologie: προεισφέρω.

Russian (Dvoretsky)

προεισφορά:досрочно уплаченный (за кого-л.) налог Dem.

Greek (Liddell-Scott)

προεισφορά: ἡ, τὸ προεισφέρειν, Δημ. 977. 19., 1209. 2· πρβλ. Βöckh P. E. 2, σ. 5, 299, κτλ., καὶ Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ.

Greek Monolingual

η, ΝΑ προεισφέρω
1. η προκαταβαλλόμενη εισφορά
2. η προκαταβολή της εισφοράς που είχε καθιερωθεί να πληρώνεται από τους 300 πλουσιότερους Αθηναίους κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα σε περιπτώσεις υπερεπείγουσας ανάγκης της πολιτείας
αρχ.
προκαταρκτικές δαπάνες.

Greek Monotonic

προεισφορά: ἡ, χρήματα που προσφέρονται για να πληρώσουν την εἰσφοράν άλλων, σε Δημ.

Middle Liddell

προεισφορά, ἡ, [from προεισφέρω
money advanced to pay the εἰσφορά for others, Dem.