προχύτης: Difference between revisions

From LSJ

κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />urne pour libations.<br />'''Étymologie:''' [[προχέω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />urne pour libations.<br />'''Étymologie:''' [[προχέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''προχύτης:''' ου (ῠ) ὁ урна для возлияний Eur.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προχύτης:''' [ῠ], -ου, ὁ, = [[πρόχοος]], [[αγγείο]] για σπονδές, σε Ευρ.
|lsmtext='''προχύτης:''' [ῠ], -ου, ὁ, = [[πρόχοος]], [[αγγείο]] για σπονδές, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''προχύτης:''' ου (ῠ) ὁ урна для возлияний Eur.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προ-χῠ́της, ου, ὁ, = [[πρόχοος]]<br />an urn for libations, Eur.
|mdlsjtxt=προ-χῠ́της, ου, ὁ, = [[πρόχοος]]<br />an urn for libations, Eur.
}}
}}

Revision as of 15:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προχύτης Medium diacritics: προχύτης Low diacritics: προχύτης Capitals: ΠΡΟΧΥΤΗΣ
Transliteration A: prochýtēs Transliteration B: prochytēs Transliteration C: prochytis Beta Code: proxu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ,= πρόχοος, jug, pitcher, Ion Lyr.2, Alexand.Com.4, Simaristus et Philet. ap. Ath.11.496c.

German (Pape)

[Seite 800] ὁ, = πρόχοος, Gießkanne; Eur. El. 803 I. A. 1472; ἡμῖν δὲ κρητῆρ' οἰνοχόοι θέραπες κιρνάντων προχύταισιν ἐν ἀργυρέοις, Ion bei Ath. XI, 463 b, wo früher προχόαις stand; Ath. XI c. 94 sagt προχύτης εἶδος ἐκπώματος; u. nach Philetas ἀγγεῖον ξύλινον, ἀφ' οὗ τοὺς ἀγροίκους πίνειν.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
urne pour libations.
Étymologie: προχέω.

Russian (Dvoretsky)

προχύτης: ου (ῠ) ὁ урна для возлияний Eur.

Greek (Liddell-Scott)

προχύτης: [ῠ], -ου, ὁ, = πρόχοος, λάγηνος, «κανάτι», Ἴων (Ἀποσπ. 2. 3) παρ’ Ἀθην. 463Β. πρβλ. 469C· μάλιστα ὑδρία ἐξ ἧς ἔχυνον ἁγνιστικὰς σπονδάς, Εὐρ. Ι. Α. 955. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.

Greek Monolingual

ὁ, Α προχέω
η πρόχους.

Greek Monotonic

προχύτης: [ῠ], -ου, ὁ, = πρόχοος, αγγείο για σπονδές, σε Ευρ.

Middle Liddell

προ-χῠ́της, ου, ὁ, = πρόχοος
an urn for libations, Eur.