προσυλλογίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0784.png Seite 784]] med., sich eines [[προσυλλογισμός]] bedienen, Arist. top. 8, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0784.png Seite 784]] med., sich eines [[προσυλλογισμός]] bedienen, Arist. top. 8, 1.
}}
{{elru
|elrutext='''προσυλλογίζομαι:''' [[умозаключать с помощью просиллогизма]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br /><b>1.</b> [[χρησιμοποιώ]] προσυλλογισμό<br /><b>2.</b> [[συμπεραίνω]] με προσυλλογισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συλλογίζομαι]], [[σκέπτομαι]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων («έπρεπε να το έχει προσυλλογιστεί»).
|mltxt=ΝΑ<br /><b>1.</b> [[χρησιμοποιώ]] προσυλλογισμό<br /><b>2.</b> [[συμπεραίνω]] με προσυλλογισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συλλογίζομαι]], [[σκέπτομαι]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων («έπρεπε να το έχει προσυλλογιστεί»).
}}
{{elru
|elrutext='''προσυλλογίζομαι:''' [[умозаключать с помощью просиллогизма]] Arst.
}}
}}

Revision as of 15:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσυλλογίζομαι Medium diacritics: προσυλλογίζομαι Low diacritics: προσυλλογίζομαι Capitals: ΠΡΟΣΥΛΛΟΓΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: prosyllogízomai Transliteration B: prosyllogizomai Transliteration C: prosyllogizomai Beta Code: prosullogi/zomai

English (LSJ)

conclude by a prosyllogism. (cf. sq.), v. προσυλλογισμός Arist. APr.66a35, Top.156a7.

German (Pape)

[Seite 784] med., sich eines προσυλλογισμός bedienen, Arist. top. 8, 1.

Russian (Dvoretsky)

προσυλλογίζομαι: умозаключать с помощью просиллогизма Arst.

Greek (Liddell-Scott)

προσυλλογίζομαι: ἀπολ., συμπεραίνω διὰ προσυλλογισμοῦ. (πρβλ. τὸ ἑπόμ.), Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 19, 2, Τοπ. 8. 1, 6· ῥηματ. ἐπίθ. προσυλλογιστέον, πρέπει τις νὰ καμῃ προσυλλογισμόν, αὐτόθι 6. 10, 4.

Greek Monolingual

ΝΑ
1. χρησιμοποιώ προσυλλογισμό
2. συμπεραίνω με προσυλλογισμό
νεοελλ.
συλλογίζομαι, σκέπτομαι κάτι εκ τών προτέρων («έπρεπε να το έχει προσυλλογιστεί»).