φοινικοῦς: Difference between revisions

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆ, οῦν :<br />d'un rouge de pourpre, écarlate.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹.
|btext=ῆ, οῦν :<br />d'un rouge de pourpre, écarlate.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹.
}}
{{elru
|elrutext='''φοινῑκοῦς:''' Xen., Arst. = [[φοινίκεος]].<br />οῦντος ὁ пальмовая роща Diod.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 22: Line 25:
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ῆ, -οῦν, και ασυναίρ. τ. [[φοινίκεος]], -έα, -εον, και φαινικοῦς, -οῦν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει βαθυκόκκινο [[χρώμα]], [[πορφυρός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φοινικοῦν
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ῆ, -οῦν, και ασυναίρ. τ. [[φοινίκεος]], -έα, -εον, και φαινικοῦς, -οῦν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει βαθυκόκκινο [[χρώμα]], [[πορφυρός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φοινικοῦν
</i><br />το βαθυκόκκινο [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i> «πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>οῦς</i> / -<i>εος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χρυσ</i>-<i>οῦς</i> / -<i>έος</i>). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στον τ. του θηλ. <i>ponikea</i>].<br /><b>(II)</b><br />-οῦσα, -οῦν, Α<br /><b>βλ.</b> [[φοινικόεις]].
</i><br />το βαθυκόκκινο [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φοῖνιξ]] (Ι), -<i>οίνικος</i> «πορφυρό [[χρώμα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>οῦς</i> / -<i>εος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χρυσ</i>-<i>οῦς</i> / -<i>έος</i>). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στον τ. του θηλ. <i>ponikea</i>].<br /><b>(II)</b><br />-οῦσα, -οῦν, Α<br /><b>βλ.</b> [[φοινικόεις]].
}}
{{elru
|elrutext='''φοινῑκοῦς:''' Xen., Arst. = [[φοινίκεος]].<br />οῦντος ὁ пальмовая роща Diod.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=(see also: [[φοινίκεος]]) [[crimson]]
|woodrun=(see also: [[φοινίκεος]]) [[crimson]]
}}
}}

Revision as of 16:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινικοῦς Medium diacritics: φοινικοῦς Low diacritics: φοινικούς Capitals: ΦΟΙΝΙΚΟΥΣ
Transliteration A: phoinikoûs Transliteration B: phoinikous Transliteration C: foinikoys Beta Code: foinikou=s

English (LSJ)

ῆ, οῦν, v. φοινίκεος.

German (Pape)

[Seite 1296] οῦντος, ὁ, = φοινικών, Palmenwald, D. Sic. 3, 42. οῦσσα, οῦν, zsgzgn statt φοινικόεις, w. m. s. ῆ, οῦν, zsgzgn statt φοινίκεος, Xen. u. A.; vgl. Lob. Phryn. 148.

French (Bailly abrégé)

ῆ, οῦν :
d'un rouge de pourpre, écarlate.
Étymologie: φοῖνιξ¹.

Russian (Dvoretsky)

φοινῑκοῦς: Xen., Arst. = φοινίκεος.
οῦντος ὁ пальмовая роща Diod.

Greek (Liddell-Scott)

φοινικοῦς: -ῆ, -οῦν, ἴδε φοινικόεις

Greek Monolingual

(I)
-ῆ, -οῦν, και ασυναίρ. τ. φοινίκεος, -έα, -εον, και φαινικοῦς, -οῦν, Α
1. αυτός που έχει βαθυκόκκινο χρώμα, πορφυρός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινικοῦν
το βαθυκόκκινο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + κατάλ. -οῦς / -εος (πρβλ. χρυσ-οῦς / -έος). Η λ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή στον τ. του θηλ. ponikea].
(II)
-οῦσα, -οῦν, Α
βλ. φοινικόεις.

English (Woodhouse)

(see also: φοινίκεος) crimson

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)