φόβητρον: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />épouvantail.<br />'''Étymologie:''' [[φοβέω]].
|btext=ου (τό) :<br />épouvantail.<br />'''Étymologie:''' [[φοβέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φόβητρον:''' τό [[страшное явление]], [[пугало]], [[страшилище]] Plat., Luc., NT, Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φόβητρον:''' τό ([[φοβέω]]), [[σκιάχτρο]], αυτό που προξενεί φόβο, σε πληθ., τρομερά πράγματα, σε Πλατ., Κ.Δ.
|lsmtext='''φόβητρον:''' τό ([[φοβέω]]), [[σκιάχτρο]], αυτό που προξενεί φόβο, σε πληθ., τρομερά πράγματα, σε Πλατ., Κ.Δ.
}}
{{elru
|elrutext='''φόβητρον:''' τό [[страшное явление]], [[пугало]], [[страшилище]] Plat., Luc., NT, Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 16:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φόβητρον Medium diacritics: φόβητρον Low diacritics: φόβητρον Capitals: ΦΟΒΗΤΡΟΝ
Transliteration A: phóbētron Transliteration B: phobētron Transliteration C: fovitron Beta Code: fo/bhtron

English (LSJ)

τό, scarecrow, bugbear, terror, LXXIs.19.17: elsewhere always in plural terrors, Hp.Morb.Sacr.1 (s.v.l.), Pl.Ax.367a, Ev.Luc.21.11; Τισιφόνης τὰ φ., prob. tragic masks of the Furies, AP11.189 (Lucill.).

German (Pape)

[Seite 1294] τό, Schreckmittel, Plat. Ax. 367 a; Schreckbild, Scheusal, τὰ φόβητρα Τισιφόνης, vielleicht Masken, Lucill. 81 (XI, 183).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
épouvantail.
Étymologie: φοβέω.

Russian (Dvoretsky)

φόβητρον: τό страшное явление, пугало, страшилище Plat., Luc., NT, Anth.

Greek (Liddell-Scott)

φόβητρον: τό, τὸ φόβου ποιητικόν, τὸ προξενοῦν φόβον, φοβερὸν πρᾶγμα, Ἑβδ. (Ἠσαΐ. ΙΘ΄, 17)· ἀλλαχοῦ ἀεὶ ἐν τῷ πληθ., φοβερά, τρομερὰ πράγματα, Ἱππ. 303. 16, Πλάτ. Ἀξίοχ. 367Α, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κα΄, 11· Τισιφόνης τὰ φόβητρα, πιθαν. τραγικὰ προσωπεῖα τῶν Ἐρινύων, Ἀνθ. Π. 11. 189.

English (Strong)

neuter of a derivative of φοβέω; a frightening thing, i.e. terrific portent: fearful sight.

English (Thayer)

(or φοβηθρον (so L Tr WH; see WH's Appendix, p. 149)), φοβητρου, τό (φοβέω), that which strikes terror, a terror (cause of) fright: Plato, Ax., p. 367a.; Hippocrates, Lucian, others (but always in plural (Liddell and Scott)); for חָגָא, Isaiah 19:17.)

Greek Monotonic

φόβητρον: τό (φοβέω), σκιάχτρο, αυτό που προξενεί φόβο, σε πληθ., τρομερά πράγματα, σε Πλατ., Κ.Δ.

Middle Liddell

φόβητρον, ου, τό, φοβέω
a scarecrow, terror, in plural terrors, Plat., NTest.

Chinese

原文音譯:fÒbetron 賀卑特朗
詞類次數:名詞(1)
原文字根:懼怕 相當於: (חָגָּא‎) (פָּחַד‎)
字義溯源:可怕的事,可怕的異象;源自(φοβέομαι / φοβέω)=害怕),而 (φοβέομαι / φοβέω)出自(φόβος)=恐懼,可怕), (φόβος)又出自(φαῦλος)Y*=在懼怕中)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 可怕的異象(1) 路21:11