φύσημα: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πιστεύσητε τοῖς ἀμαθεστέροις ὑμῶν αὐτῶν → do not believe those who are more ignorant than you yourselves

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> grondement de la mer;<br /><b>2</b> exhalaison, sang qui s'échappe en bouillonnant.<br />'''Étymologie:''' [[φυσάω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> grondement de la mer;<br /><b>2</b> exhalaison, sang qui s'échappe en bouillonnant.<br />'''Étymologie:''' [[φυσάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φύσημα:''' ατος (ῡ) τό<br /><b class="num">1)</b> [[дыхание]]: φ. ἀνεὶς δύστλητον Eur. тяжело дышащий, издающий (предсмертное) хрипение;<br /><b class="num">2)</b> [[дуновение]], [[веяние]] (αἰθέρος φυσήματα Eur.): φυσήματα κρυσταλλόπηκτα Eur. леденящие ветры;<br /><b class="num">3)</b> [[клокотание]], [[бурление]]: πόντιον φ. Eur. волнующееся море; αἵματος φυσήματα Eur. ключом бьющая кровь;<br /><b class="num">4)</b> [[храпение]], [[храп]] (τῶν ἵππων Xen.);<br /><b class="num">5)</b> [[вздутие]], [[пузырь]]: ὠκύμορον φ. Luc. быстро лопающийся пузырь;<br /><b class="num">6)</b> [[надутость]], [[спесь]] ([[ὄγκος]] καὶ φ. Plut.): πολιτικὸν φ. φυσᾶν - см. [[φυσάω]] 8.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φύσημα:''' -ατος, τό (φῡσάω)·<br /><b class="num">I.</b> αυτό που φυσιέται ή παράγεται από το [[φύσημα]], [[φύσημα]] δύστλητον, [[δυσχερής]] [[αναπνοή]], σε Ευρ.· <i>δνοφώδη αἰθέρος φυσήματα</i>, ισχυρό [[φύσημα]] καταιγίδας, στον ίδ.· πόντιον [[φύσημα]], τρικυμισμένη ή φουρτουνιασμένη [[θάλασσα]], σε Ευρ.· [[μέλανος]] αἵματος φυσήματα, μαύρο [[αίμα]] που τρέχει από τα ρουθούνια, λέγεται για τη [[σφαγή]] μικρών βοοειδών, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κρατήρας]], σε Λουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[φύσημα]], [[πνοή]], [[ξεφύσημα]], λέγεται για [[άλογο]], σε Ξεν.· μεταφ., [[αλαζονεία]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''φύσημα:''' -ατος, τό (φῡσάω)·<br /><b class="num">I.</b> αυτό που φυσιέται ή παράγεται από το [[φύσημα]], [[φύσημα]] δύστλητον, [[δυσχερής]] [[αναπνοή]], σε Ευρ.· <i>δνοφώδη αἰθέρος φυσήματα</i>, ισχυρό [[φύσημα]] καταιγίδας, στον ίδ.· πόντιον [[φύσημα]], τρικυμισμένη ή φουρτουνιασμένη [[θάλασσα]], σε Ευρ.· [[μέλανος]] αἵματος φυσήματα, μαύρο [[αίμα]] που τρέχει από τα ρουθούνια, λέγεται για τη [[σφαγή]] μικρών βοοειδών, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[κρατήρας]], σε Λουκ.<br /><b class="num">III.</b> [[φύσημα]], [[πνοή]], [[ξεφύσημα]], λέγεται για [[άλογο]], σε Ξεν.· μεταφ., [[αλαζονεία]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''φύσημα:''' ατος (ῡ) τό<br /><b class="num">1)</b> [[дыхание]]: φ. ἀνεὶς δύστλητον Eur. тяжело дышащий, издающий (предсмертное) хрипение;<br /><b class="num">2)</b> [[дуновение]], [[веяние]] (αἰθέρος φυσήματα Eur.): φυσήματα κρυσταλλόπηκτα Eur. леденящие ветры;<br /><b class="num">3)</b> [[клокотание]], [[бурление]]: πόντιον φ. Eur. волнующееся море; αἵματος φυσήματα Eur. ключом бьющая кровь;<br /><b class="num">4)</b> [[храпение]], [[храп]] (τῶν ἵππων Xen.);<br /><b class="num">5)</b> [[вздутие]], [[пузырь]]: ὠκύμορον φ. Luc. быстро лопающийся пузырь;<br /><b class="num">6)</b> [[надутость]], [[спесь]] ([[ὄγκος]] καὶ φ. Plut.): πολιτικὸν φ. φυσᾶν - см. [[φυσάω]] 8.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 16:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡσημα Medium diacritics: φύσημα Low diacritics: φύσημα Capitals: ΦΥΣΗΜΑ
Transliteration A: phýsēma Transliteration B: physēma Transliteration C: fysima Beta Code: fu/shma

English (LSJ)

ατος, τό, A that which is blown or produced by blowing, φ. ἀνεὶς δύστλητον a hard-drawn breath, E.Ph.1438; δνοφώδη . . αἰθέρος φυσήματα, of stormy blasts, Id.Tr.79, cf. Rh.440; πόντιον φ. the roaring of the sea, Id.Hipp. 1211. II that which is blown up, of half-formed shells, Plin. HN9.108; δούρειον . . χῆνα τῷ φυσήματι like the Trojan horse (δούρειος ἵππος) in inflation, i.e. stuffed, Diph.90: state of inflation, Luc.Cont.19. III blowing, puffing, snorting, of a horse, X.Eq.11.12: metaph., conceit, πολιτικὸν φ. φυσῶντες Pl.Alc.2.145e; γέμοντες ὄγκου καὶ φ. Plu.2.39d; and, in double sense, of a flute-player, μεῖζον τῆς μητρὸς ἔχων τὸ φ. Hyp. ap. Ath.13.591f; ῥήματα . . ἀποσπῶν γηγενεῖ φυσήματι Ar.Ra.825 (lyr.). IV μέλανος αἵματος φυσήματα black blood blown from the nostrils, of newly slaughtered cattle, E.IA1114. V pine-resin, Gal.13.475, Aët. 15.3.

German (Pape)

[Seite 1317] τό, 1) das Geblasene, durch Blasen, Athmen Hervorgebrachte, der Hauch; φύσημ' ἀνεὶς δύστλητον Eur. Phoen. 1447; Sp.; Δούρειον ἐπάγω χῆνα τῷ φυσήματι Diphil. bei Ath. IX, 383 f; der durch Blasen, Schnauben bewirkte Ton, bes. das Gezisch der Schlangen, Sp. – 2) das Aufgeblasene, die Blase, auch die inwendig hohlen, unreifen Perlen. – 3) das Blasen, Hauchen, Schnauben, von Pferden, Xen. equ. 11, 12; übertr., der Stolz, Hyperid. bei Ath. XIII, 591. – 4) bei Eur. I. A. 1114 μέλανος αἵματος φυσήματα, von geschlachteten Kühen, die schwarzes Blut aus der Wunde hervorsprudeln lassen. – 5) bei Galen. Fichtenharz, sonst ῥητίνη πιτυΐνη.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 grondement de la mer;
2 exhalaison, sang qui s'échappe en bouillonnant.
Étymologie: φυσάω.

Russian (Dvoretsky)

φύσημα: ατος (ῡ) τό
1) дыхание: φ. ἀνεὶς δύστλητον Eur. тяжело дышащий, издающий (предсмертное) хрипение;
2) дуновение, веяние (αἰθέρος φυσήματα Eur.): φυσήματα κρυσταλλόπηκτα Eur. леденящие ветры;
3) клокотание, бурление: πόντιον φ. Eur. волнующееся море; αἵματος φυσήματα Eur. ключом бьющая кровь;
4) храпение, храп (τῶν ἵππων Xen.);
5) вздутие, пузырь: ὠκύμορον φ. Luc. быстро лопающийся пузырь;
6) надутость, спесь (ὄγκος καὶ φ. Plut.): πολιτικὸν φ. φυσᾶν - см. φυσάω 8.

Greek (Liddell-Scott)

φύσημα: τό, (φῡσάω) ὡς καὶ νῦν, φ. ἀνεὶς δύστλητον, πνοὴν μετὰ δυσχερείας γινομένην, Εὐρ. Φοίν. 1438· δνοφώδη... αἰθέρος φυσήματα, ἐπὶ τῶν προσβολῶν καταιγίδος, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 79, πρβλ. Ρῆσον 440· πόντιον φ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱππολύτῳ 1211. ΙΙ. τὸ φυσώμενον ἢ φουσκωνόμενον, φυσαλλίς, πομφόλυξ, Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 19· ἐπὶ ὀστράκων κατὰ τὸ ἥμισυ ἐσχηματισμένων, Πλίν. 9. 54· ― παρὰ Διφίλῳ ἐν Ἀδήλ. 7, δούρειον... χῆνα τῷ φυσήματι, χῆνα ὁμοίαν πρὸς τὸν δούρειον ἵππον κατὰ τὸ φούσκωμα, δηλ. χῆνα παραγεμιστὴν ὡς ὁ δούρειος ἵππος. ΙΙΙ. φύσημα ἰσχυρόν, φρύαγμα, ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 11, 12· μεταφ., ἀλαζονεία, «φούσκωμα», Πλάτ. Ἀλκ. 2. 145Ε, Πλούτ.· καὶ μετὰ διπλῆς σημασίας ἐπὶ αὐλητοῦ, μεῖζον τῆς μητρὸς ἔχων τὸ φ. Ὑπερείδ. παρ’ Ἀθην. 591F· ἴδε φυσάω Ι. ΙV. μέλανος αἵματος φυσήματα, μαῦρον αἷμα ἐκφυσώμενον ἐκ τῶν μυκτήρων τῶν νεωστὶ ἐσφαγμένων βοῶν, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 1114. V. παρὰ Γαληνῷ = ῥητίνη πιτυΐνη.

Spanish

soplo

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ φυσῶ
1. το να φυσάει κάποιος, να βγάζει ρεύμα αέρα από το στόμα ή από τα ρουθούνια (α. «δυνατό φύσημα της μύτης» β. «στέρνων δ' ἄπο φύσημ' ἀνεὶς δύσθνητον», Ευρ.)
2. το ρεύμα, η πνοή του ανέμου (α. «το φύσημα δυνάμωσε μόλις στρίψαμε» β. «πέμψει γνοφώδη τ' αἰθέρος φυσήματα», Ευρ.)
νεοελλ.
1. ιατρ. φυσιολογικός ή παθολογικός ήχος που γίνεται αντιληπτός κατά την ακρόαση τών πνευμόνων, της καρδιάς ή τών μεγάλων αιμοφόρων αγγείων και αποτελεί διαγνωστικό στοιχείο για νόσους τών οργάνων αυτών (α. «πνευμονικό φύσημα» β. «καρδιακό φύσημα» γ. «αρτηριακό φύσημα»)
2. φρ. «πήρε φύσημα» — διώχθηκε από τη δουλειά του ή από τη θέση του
μσν.-αρχ.
φούσκωμα, αλαζονεία («ἀνδρῶν ῥητορικῶν πολιτικὸν φύσημα φυσώντων», Πλάτ.)
αρχ.
1. φυσαλλίδα, φούσκα
2. όστρακο που δεν έχει τελείως σχηματιστεί
3. το ρετσίνι του πεύκου
4. φρ. α) «πόντιον φύσημα» — ο παφλασμός της θάλασσας (Ευρ.)
β) «δούρειον... χῆνα τῷ φυσήματι» — χήνα παραγεμιστή (Δίφιλ. Σ.).

Greek Monotonic

φύσημα: -ατος, τό (φῡσάω)·
I. αυτό που φυσιέται ή παράγεται από το φύσημα, φύσημα δύστλητον, δυσχερής αναπνοή, σε Ευρ.· δνοφώδη αἰθέρος φυσήματα, ισχυρό φύσημα καταιγίδας, στον ίδ.· πόντιον φύσημα, τρικυμισμένη ή φουρτουνιασμένη θάλασσα, σε Ευρ.· μέλανος αἵματος φυσήματα, μαύρο αίμα που τρέχει από τα ρουθούνια, λέγεται για τη σφαγή μικρών βοοειδών, στον ίδ.
II. κρατήρας, σε Λουκ.
III. φύσημα, πνοή, ξεφύσημα, λέγεται για άλογο, σε Ξεν.· μεταφ., αλαζονεία, σε Πλάτ.

Middle Liddell

φύσημα, ατος, τό, [φῡσάω]
I. that which is blown or produced by blowing, φ. δύστλητον a hard-drawn breath, Eur.; δνοφώδη αἰθέρος φυσήματα, of stormy blasts, Eur.; πόντιον φ. the roaring or raging of the sea, Eur.; μέλανος αἵματος φυσήματα black blood blown from the nostrils, of newly slaughtered cattle, Eur.
II. a bubble, Luc.
III. a blowing, puffing, snorting, of a horse, Xen.: metaph. conceit, Plat.

English (Woodhouse)

blast, breath, snort

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)