ψοφητικός: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1401.png Seite 1401]] zum Geräuschmachen, Lärmen geschickt, von unartikulirten Tönen, Arist. H. A., 1, 1 von den Thieren, im Ggstz der ἄφωνα u. der φωνήεντα.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1401.png Seite 1401]] zum Geräuschmachen, Lärmen geschickt, von unartikulirten Tönen, Arist. H. A., 1, 1 von den Thieren, im Ggstz der ἄφωνα u. der φωνήεντα.
}}
{{elru
|elrutext='''ψοφητικός:''' [[способный звучать]]: τὰ μὲν (ζῷα) ψοφητικά, τὰ δ᾽ [[ἄφωνα]], τὰ δε φωνήεντα Arst. одни животные способны издавать звуки, другие неспособны, третьи же одарены голосом.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [<i>ψοφῶ</i> (Ι)]<br /><b>1.</b> (για ζώο) αυτός που μπορεί να παράγει ψόφο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ψοφητικόν</i><br />[[καθετί]] που μπορεί να κάνει θόρυβο.
|mltxt=-ή, -όν, Α [<i>ψοφῶ</i> (Ι)]<br /><b>1.</b> (για ζώο) αυτός που μπορεί να παράγει ψόφο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ψοφητικόν</i><br />[[καθετί]] που μπορεί να κάνει θόρυβο.
}}
{{elru
|elrutext='''ψοφητικός:''' [[способный звучать]]: τὰ μὲν (ζῷα) ψοφητικά, τὰ δ᾽ [[ἄφωνα]], τὰ δε φωνήεντα Arst. одни животные способны издавать звуки, другие неспособны, третьи же одарены голосом.
}}
}}

Revision as of 17:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψοφητικός Medium diacritics: ψοφητικός Low diacritics: ψοφητικός Capitals: ΨΟΦΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: psophētikós Transliteration B: psophētikos Transliteration C: psofitikos Beta Code: yofhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, able to make a noise, of animals, opp. both to τὰ ἄφωνα and to τὰ φωνήεντα, Id.HA488a31; τὸ ψ. a thing capable of producing sound, opp. τὸ ὁρατόν, Id.de An.423b5, cf. 420a3.

German (Pape)

[Seite 1401] zum Geräuschmachen, Lärmen geschickt, von unartikulirten Tönen, Arist. H. A., 1, 1 von den Thieren, im Ggstz der ἄφωνα u. der φωνήεντα.

Russian (Dvoretsky)

ψοφητικός: способный звучать: τὰ μὲν (ζῷα) ψοφητικά, τὰ δ᾽ ἄφωνα, τὰ δε φωνήεντα Arst. одни животные способны издавать звуки, другие неспособны, третьи же одарены голосом.

Greek (Liddell-Scott)

ψοφητικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ κάμῃ θόρυβον ἢ νὰ παραγάγῃ ἦχον, ἐπὶ ζῴων, κατ’ ἀντίθεσιν πρός τε τὰ ἄφωνα καὶ τὰ φωνήεντα, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 29· τὰ ψοφητικά, τὰ ψοφεῖν δυνάμενα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ὁρατά, ὁ αὐτ. π. Ψυχῆς 2. 11, 8, πρβλ. 2. 8, 6.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α [ψοφῶ (Ι)]
1. (για ζώο) αυτός που μπορεί να παράγει ψόφο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ψοφητικόν
καθετί που μπορεί να κάνει θόρυβο.