ἀντιμεθέλκω: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=tirer en sens contraire(s).<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[μεθέλκω]]. | |btext=tirer en sens contraire(s).<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[μεθέλκω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντιμεθέλκω:''' [[тащить в обратную сторону]] ([[βίος]] τῇ καὶ τῇ ἀντιμεθελκόμενος Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντιμεθέλκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[σύρω]] προς αντίθετες κατευθύνσεις, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀντιμεθέλκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[σύρω]] προς αντίθετες κατευθύνσεις, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=to [[drag]] [[different]] ways, Anth. | |mdlsjtxt=to [[drag]] [[different]] ways, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:55, 3 October 2022
English (LSJ)
drag different ways, distract, τὰ -οντα πράγματα Ph. 1.231, cf. APl.4.136 (Antiphil.), 139 (Jul. Aegypt.), in Pass.; τῇ καὶ τῇ AP10.74 (Paul. Sil.).
Spanish (DGE)
desviar en sentidos contrarios, perturbar ζωὴ ... ἀντιμεθελκόντων ἀεὶ φορουμένη πραγμάτων Ph.1.231
•en v. pas. ζάλῳ καὶ τέκνοις ἀντιμεθελκομέναν (Medea) desgarrada entre los celos y los hijos, AP 16.136 (Antiphil.), cf. 139 (Iul.Aegypt.), τῇ καὶ τῇ AP 10.74 (Paul.Sil.).
German (Pape)
[Seite 255] nach entgegengesetzten Seiten hinziehen, ζάλῳ καὶ τέκνοις ἀντιμεθελκομένα Μήδεια Antiphil. 20 (Plan. 136); vgl. Iul. Aeg. 29 (Plan. 139); Paul. Sil. 71 (X, 74).
French (Bailly abrégé)
tirer en sens contraire(s).
Étymologie: ἀντί, μεθέλκω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιμεθέλκω: тащить в обратную сторону (βίος τῇ καὶ τῇ ἀντιμεθελκόμενος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιμεθέλκω: ἕλκω, σύρω πρὸς ἀντιθέτους διευθύνσεις, τὰν ὀλοὰν Μήδειαν ὅτ’ ἔγραφε Τιμομάχου χείρ, ζάλῳ καὶ τέκνοις ἀντιμεθελκομέναν Ἀνθ. Πλαν. 136, 139, ἐν τῷ παθ., τῇ καὶ τῇ θαμινῶς ἀντιμεθελκόμενος Ἀνθ. Π. 10. 74.
Greek Monolingual
ἀντιμεθέλκω (Α)
τραβώ προς διαφορετική διεύθυνση.
Greek Monotonic
ἀντιμεθέλκω: μέλ. -ξω, σύρω προς αντίθετες κατευθύνσεις, σε Ανθ.