ἀπάτητος: Difference between revisions

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />inaccessible.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πατέω]]².
|btext=ος, ον :<br />inaccessible.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πατέω]]².
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπάτητος:''' (πᾰ) нехоженый, неприступный ([[ὄρος]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπάτητος:''' -ον (πᾰτέω), αυτός που δεν έχει πατηθεί, [[απάτητος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀπάτητος:''' -ον (πᾰτέω), αυτός που δεν έχει πατηθεί, [[απάτητος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπάτητος:''' (πᾰ) нехоженый, неприступный ([[ὄρος]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πατέω]]<br />[[untrodden]], Anth.
|mdlsjtxt=[[πατέω]]<br />[[untrodden]], Anth.
}}
}}

Revision as of 18:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπάτητος Medium diacritics: ἀπάτητος Low diacritics: απάτητος Capitals: ΑΠΑΤΗΤΟΣ
Transliteration A: apátētos Transliteration B: apatētos Transliteration C: apatitos Beta Code: a)pa/thtos

English (LSJ)

[πᾰ], ον, A untrodden, AP6.51. II not trodden down: hence metaph., unusual, Democr.131.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 jamás hollado ὄρος AP 6.51.
2 fig. extraño, anómalo Democr.B 131.

German (Pape)

[Seite 282] 1) unbetreten, ὄρος Ep. ad. 171. – 2) noch nicht platt getreten, Hesych.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inaccessible.
Étymologie: , πατέω².

Russian (Dvoretsky)

ἀπάτητος: (πᾰ) нехоженый, неприступный (ὄρος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπάτητος: [πᾰ], ον, ὁ μὴ πεπατημένος, μὴ πατηθείς, ὡς καὶ νῦν, Ἀνθ. Π. 6. 51. ΙΙ. ὁ μὴ καταπατηθείς, μὴ τετριμμένος, καινός, «ἀπάτητος ἀρχή: οἷον καινή» Α. Β. 29, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπάτητος, -ον) πατώ
1. αυτός που δεν τον έχουν πατήσει με το πέλμα
2. απροσπέλαστος, άβατος
νεοελλ.
1. (για υποδήματα) καινούργιος, αχρησιμοποίητος
2. αυτός που δεν έχει καταπατηθεί, καταληφθεί από ξένο ή εχθρό
αρχ.
ασυνήθιστος, σπάνιος.

Greek Monotonic

ἀπάτητος: -ον (πᾰτέω), αυτός που δεν έχει πατηθεί, απάτητος, σε Ανθ.

Middle Liddell

πατέω
untrodden, Anth.