ἀποδεκατόω: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> payer <i>ou</i> offrir la dîme;<br /><b>2</b> exiger la dîme de qqn, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δεκατόω]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> payer <i>ou</i> offrir la dîme;<br /><b>2</b> exiger la dîme de qqn, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δεκατόω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποδεκᾰτόω:''' [[varia lectio|v.l.]] [[ἀποδεκατεύω|ἀποδεκᾰτεύω]]<br /><b class="num">1)</b> [[платить десятину]]: ἀ. τι NT платить десятину с чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[взимать десятину]], [[облагать десятиной]] (τὸν λαόν NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδεκᾰτόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[λαμβάνω]] το ένα δέκατο από ένα [[πράγμα]], [[πληρώνω]] τη [[δεκάτη]] ([[φόρος]]), <i>πάντα</i>, σε Καινή Διαθήκη· [[ἀποδεκατόω]] τινά, [[λαμβάνω]] τη [[δεκάτη]] από κάποιον, στο ίδ.
|lsmtext='''ἀποδεκᾰτόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[λαμβάνω]] το ένα δέκατο από ένα [[πράγμα]], [[πληρώνω]] τη [[δεκάτη]] ([[φόρος]]), <i>πάντα</i>, σε Καινή Διαθήκη· [[ἀποδεκατόω]] τινά, [[λαμβάνω]] τη [[δεκάτη]] από κάποιον, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποδεκᾰτόω:''' [[varia lectio|v.l.]] [[ἀποδεκατεύω|ἀποδεκᾰτεύω]]<br /><b class="num">1)</b> [[платить десятину]]: ἀ. τι NT платить десятину с чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[взимать десятину]], [[облагать десятиной]] (τὸν λαόν NT).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 18:07, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδεκᾰτόω Medium diacritics: ἀποδεκατόω Low diacritics: αποδεκατόω Capitals: ΑΠΟΔΕΚΑΤΟΩ
Transliteration A: apodekatóō Transliteration B: apodekatoō Transliteration C: apodekatoo Beta Code: a)podekato/w

English (LSJ)

A tithe, take a tenth of, τι LXX 1 Ki.8.16; πάντα Ev.Luc. 18.12; ἀ. τὸν λαόν take tithe of them, Ep.Hebr.7.5; δεκάτην ἀ. τινός LXXDe.14.22. II pay tithe of, τι LXXGe.28.22, Ev.Matt.23.23, etc.

Spanish (DGE)

I 1c. ac. de cosa quedarse con la décima parte de τὰ ποίμνια LXX 1Re.8.17.
2 cobrar el diezmo a c. ac. de pers. τὸν λαόν Ep.Hebr.7.5, πατριάρχας Gr.Naz.M.36.133A.
II pagar el diezmo de c. ac. int. y ac. de cosa δεκάτην ἀποδεκατώσω αὐτά σοι LXX Ge.28.22, c. ac. int. y gen. δεκάτην ἀποδεκατώσεις παντὸς γενήματος τοῦ σπέρματός σου separarás el diezmo de todo el producto de tu sementera LXX De.14.22, c. ac. de cosa τὸ ἡδύοσμον Eu.Matt.23.23.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 payer ou offrir la dîme;
2 exiger la dîme de qqn, acc..
Étymologie: ἀπό, δεκατόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδεκᾰτόω: v.l. ἀποδεκᾰτεύω
1) платить десятину: ἀ. τι NT платить десятину с чего-л.;
2) взимать десятину, облагать десятиной (τὸν λαόν NT).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδεκᾰτόω: λαμβάνω τὸ δέκατον πράγματός τινος, τι ἙΒδ. (Βασιλ. Α΄, η΄, 16)· πάντα Εὐαγγ. κ. Λουκ. η΄, 12· ἀπ. τινὰ λαμβάνω δέκατον παρ’ αὐτοῦ, Ἐπισ. π. Ἑβρ. ζ΄, 5· δεκάτην ἀπ. τινος Ἑβδ. (Δευτ. ιδ΄, 22).

English (Strong)

from ἀπό and δεκατόω; to tithe (as debtor or creditor): (give, pay, take) tithe.

Greek Monotonic

ἀποδεκᾰτόω: μέλ. -ώσω, λαμβάνω το ένα δέκατο από ένα πράγμα, πληρώνω τη δεκάτη (φόρος), πάντα, σε Καινή Διαθήκη· ἀποδεκατόω τινά, λαμβάνω τη δεκάτη από κάποιον, στο ίδ.

Middle Liddell


to tithe, pay tithes of, πάντα NTest.; ἀπ. τινά to take tithe of him, NTest.

Chinese

原文音譯:¢podekatÒw 阿坡-得卡拖哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:從-(第)十
字義溯源:獻上十分之一,捐上十分之一,取十分之一;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(δεκατόω)=付十分之一)組成;其中 (δεκατόω)出自(δέκατος)=十分之一), (δέκατος)出自(δέκατος)=第十),而 (δέκατος)出自(δέκα / δεκαέξ / δεκαοκτώ)*=十)
出現次數:總共(4);太(1);路(2);來(1)
譯字彙編
1) 你們⋯獻上十分之一(2) 太23:23; 路11:42;
2) 取十分之一(1) 來7:5;
3) 都捐上十分之一(1) 路18:12