ἐπιτάξ: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0989.png Seite 989]] in einer Reihe hinter einander geordnet, ἐπιτὰξ ἄλλῳ παρακείμενος [[ἄλλος]] Arat. Phaen. 380. – Nach VLL. ἡ ἐπιτὰξ [[ὁδός]] = [[σύντομος]], s. E. M. 365, 25.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0989.png Seite 989]] in einer Reihe hinter einander geordnet, ἐπιτὰξ ἄλλῳ παρακείμενος [[ἄλλος]] Arat. Phaen. 380. – Nach VLL. ἡ ἐπιτὰξ [[ὁδός]] = [[σύντομος]], s. E. M. 365, 25.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτάξ:''' adv. один за другим, подряд Eur.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιτάξ]] (Α) [[επιτάσσω]] <b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[κατά]] [[σειρά]] («[[ἐπιτάξ]], ἄλλῳ [[παρακείμενος]] [[ἄλλος]] ([[ἀστήρ]])», Άρατος)<br /><b>2.</b> [[αμέσως]], [[παρευθύς]] («μὴ ἐπιτὰξ τὰ φάρμακα διδόντ’, ἐὰν μὴ ταῦτα τῇ νόσῳ πρέπῃ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σύντομα]], σε σύντομο χρόνο<br /><b>4.</b> με [[διαταγή]] ή προσυμφωνία.
|mltxt=[[ἐπιτάξ]] (Α) [[επιτάσσω]] <b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[κατά]] [[σειρά]] («[[ἐπιτάξ]], ἄλλῳ [[παρακείμενος]] [[ἄλλος]] ([[ἀστήρ]])», Άρατος)<br /><b>2.</b> [[αμέσως]], [[παρευθύς]] («μὴ ἐπιτὰξ τὰ φάρμακα διδόντ’, ἐὰν μὴ ταῦτα τῇ νόσῳ πρέπῃ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σύντομα]], σε σύντομο χρόνο<br /><b>4.</b> με [[διαταγή]] ή προσυμφωνία.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτάξ:''' adv. один за другим, подряд Eur.
}}
}}

Revision as of 19:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτάξ Medium diacritics: ἐπιτάξ Low diacritics: επιτάξ Capitals: ΕΠΙΤΑΞ
Transliteration A: epitáx Transliteration B: epitax Transliteration C: epitaks Beta Code: e)pita/c

English (LSJ)

Adv., (ἐπιτάσσω) A in a row, Arat.380. II = συντόμως, Com.Adesp.1296; forthwith, straightway, cj. in E.Fr.292.2. III by command or by pre-arrangement, Call.Aet.1.1.9, dub. in Iamb.1.239. (Cf. ἐπιπάξ.)

German (Pape)

[Seite 989] in einer Reihe hinter einander geordnet, ἐπιτὰξ ἄλλῳ παρακείμενος ἄλλος Arat. Phaen. 380. – Nach VLL. ἡ ἐπιτὰξ ὁδός = σύντομος, s. E. M. 365, 25.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτάξ: adv. один за другим, подряд Eur.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτάξ: Ἐπίρρ. (ἐπιτάσσω) κατὰ σειράν, ὡς τὸ ἐφεξῆς, Εὐρ. Ἀποσπ. 294, Ἄρατ. 380, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 327. ΙΙ. = συντόμως, Κωμ. Ἀνών. 71.

Greek Monolingual

ἐπιτάξ (Α) επιτάσσω επίρρ.
1. κατά σειράἐπιτάξ, ἄλλῳ παρακείμενος ἄλλος (ἀστήρ)», Άρατος)
2. αμέσως, παρευθύς («μὴ ἐπιτὰξ τὰ φάρμακα διδόντ’, ἐὰν μὴ ταῦτα τῇ νόσῳ πρέπῃ», Ευρ.)
3. σύντομα, σε σύντομο χρόνο
4. με διαταγή ή προσυμφωνία.