ἑξάπεδος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />long de six pieds.<br />'''Étymologie:''' [[ἕξ]], [[πούς]].
|btext=ος, ον :<br />long de six pieds.<br />'''Étymologie:''' [[ἕξ]], [[πούς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑξάπεδος:''' [[размером в шесть подов]] (греч. футов) (ок. 1.85 м) Her.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑξάπεδος:''' -ον ([[πούς]]), αυτός που έχει [[μήκος]] έξι πόδες, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἑξάπεδος:''' -ον ([[πούς]]), αυτός που έχει [[μήκος]] έξι πόδες, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑξάπεδος:''' [[размером в шесть подов]] (греч. футов) (ок. 1.85 м) Her.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἑξά-πεδος, ον <i>adj</i> [[πούς]]<br />six feet [[long]], Hdt.
|mdlsjtxt=ἑξά-πεδος, ον <i>adj</i> [[πούς]]<br />six feet [[long]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 20:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑξάπεδος Medium diacritics: ἑξάπεδος Low diacritics: εξάπεδος Capitals: ΕΞΑΠΕΔΟΣ
Transliteration A: hexápedos Transliteration B: hexapedos Transliteration C: eksapedos Beta Code: e(ca/pedos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, six feet long, Hdt.2.149, IG14.352.1.62 (Halaesa).

Spanish (DGE)

-ον
de seis pies de largo ἡ ὀργυίη Hdt.2.149, πόθοδος ἑ. ποτὶ τὸ Ἀδρανιεῖον IGDS 196.1.62 (Halesa II a.C.), ἑ. πλευρά Theol.Ar.35.

German (Pape)

[Seite 870] sechsfüßig, Her. 2, 149.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
long de six pieds.
Étymologie: ἕξ, πούς.

Russian (Dvoretsky)

ἑξάπεδος: размером в шесть подов (греч. футов) (ок. 1.85 м) Her.

Greek (Liddell-Scott)

ἑξάπεδος: -ον, ἔχων μῆκος ἓξ ποδῶν, Ἡρόδ. 2. 149, Συλλ. Ἐπιγρ. 5594. 1. 62, πρβλ. ἑξάπους ΙΙ.

Greek Monolingual

ἑξάπεδος, -ον και ἑξάπεζος, -ον (Α)
αυτός που ἔχει μήκος έξι ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ + πέζα (δωρικός τ.) «πόδι, πους»].

Greek Monotonic

ἑξάπεδος: -ον (πούς), αυτός που έχει μήκος έξι πόδες, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἑξά-πεδος, ον adj πούς
six feet long, Hdt.