ἰσοτέλεστος: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui s'accomplit également pour tous.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], <i>adj. verb. de</i> [[τελέω]].
|btext=ος, ον :<br />qui s'accomplit également pour tous.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], <i>adj. verb. de</i> [[τελέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσοτέλεστος:''' происходящий для всех без различия, т. е. никого не щадящий, всеобщий ([[Ἄϊδος]] [[μοῖρα]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰσοτέλεστος:''' -ον ([[τελέω]]), κατασκευασμένος ακριβώς όμοια· [[ἐπίκουρος]] [[ἰσοτέλεστος]], [[σύμμαχος]] ή [[φίλος]] που έρχεται με τον ίδιο τρόπο σε όλους, λέγεται για τον θάνατο, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἰσοτέλεστος:''' -ον ([[τελέω]]), κατασκευασμένος ακριβώς όμοια· [[ἐπίκουρος]] [[ἰσοτέλεστος]], [[σύμμαχος]] ή [[φίλος]] που έρχεται με τον ίδιο τρόπο σε όλους, λέγεται για τον θάνατο, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰσοτέλεστος:''' происходящий для всех без различия, т. е. никого не щадящий, всеобщий ([[Ἄϊδος]] [[μοῖρα]] Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἰσοτέλεστος]], ον [[τελέω]]<br />[[fulfilled]] [[alike]], ὁ [[ἐπίκουρος]] ἰς., the [[ally]] that [[comes]] to all [[alike]], of [[Death]], Soph.
|mdlsjtxt=[[ἰσοτέλεστος]], ον [[τελέω]]<br />[[fulfilled]] [[alike]], ὁ [[ἐπίκουρος]] ἰς., the [[ally]] that [[comes]] to all [[alike]], of [[Death]], Soph.
}}
}}

Revision as of 20:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοτέλεστος Medium diacritics: ἰσοτέλεστος Low diacritics: ισοτέλεστος Capitals: ΙΣΟΤΕΛΕΣΤΟΣ
Transliteration A: isotélestos Transliteration B: isotelestos Transliteration C: isotelestos Beta Code: i)sote/lestos

English (LSJ)

ον, (τελέω) A made exactly like, exact, ἰ. μίμημα Nonn.D.18.247. 2 coming at the last to all alike, ἐπίκουρος, of Death, S.OC1220 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1267] Ἄϊδος Μοῖρα, Soph. O. C. 1223, nach den Schol. ὁμοίως ἀποθνήσκουσιν οἱ τοιοῦτοι, die Allen gemeinsame Nothwendigkeit des Todes, die Alle auf gleiche Weise vollendet.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s'accomplit également pour tous.
Étymologie: ἴσος, adj. verb. de τελέω.

Russian (Dvoretsky)

ἰσοτέλεστος: происходящий для всех без различия, т. е. никого не щадящий, всеобщий (Ἄϊδος μοῖρα Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοτέλεστος: -ον, (τελέω) κατεσκευασμένος ἀκριβῶς ὅμοιος, ἀκριβής, ἰσοτ. μίμημα Νόνν. Δ. 18. 247. 2) ὁ ἐν ἰσότητι δίδων τέλος εἴς τι· ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1220 ὁ θάνατος καλεῖται ἐπίκουρος ἰσοτέλεστος, ὁ σύμμαχος ἢ φίλος ὁ εἰς πάντας ὁμοίως ἐρχόμενος, ἡ δὲ γεν. Ἄιδος ἑνοῦται μετὰ τῆς ἑπομένης λέξεως μοῖρα, ὡς τὸ θανάτου μοῖρα ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 917, Εὐρ. Μήδ. 987.

Greek Monolingual

ἰσοτέλεστος, -ον (Α)
1. κατασκευασμένος ακριβώς όμοιος («ἰσοτελὲς μίμημα»)
2. (για τον θάνατο) κοινός για όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -τέλεστος (< τελῶ), πρβλ. αυτο-τέλεστος μεσο-τέλεστος].

Greek Monotonic

ἰσοτέλεστος: -ον (τελέω), κατασκευασμένος ακριβώς όμοια· ἐπίκουρος ἰσοτέλεστος, σύμμαχος ή φίλος που έρχεται με τον ίδιο τρόπο σε όλους, λέγεται για τον θάνατο, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἰσοτέλεστος, ον τελέω
fulfilled alike, ὁ ἐπίκουρος ἰς., the ally that comes to all alike, of Death, Soph.