ὀξυπαγής: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> aiguisé <i>ou</i> aigu pour s'enfoncer <i>ou</i> pénétrer;<br /><b>2</b> armé de pinces <i>ou</i> d’aiguillons.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[πήγνυμι]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> aiguisé <i>ou</i> aigu pour s'enfoncer <i>ou</i> pénétrer;<br /><b>2</b> armé de pinces <i>ou</i> d’aiguillons.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[πήγνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀξῠπᾰγής:''' [[заостренный]], [[остроконечный]] (στάλικες Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀξῠπᾰγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), αυτός που έχει αιχμηρό [[άκρο]], αιχμηρή [[απόληξη]], σε Ανθ.
|lsmtext='''ὀξῠπᾰγής:''' -ές ([[πήγνυμι]]), αυτός που έχει αιχμηρό [[άκρο]], αιχμηρή [[απόληξη]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀξῠπᾰγής:''' [[заостренный]], [[остроконечный]] (στάλικες Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀξῠ-πᾰγής, ές [[πήγνυμι]]<br />[[sharp]]-[[pointed]], Anth.
|mdlsjtxt=ὀξῠ-πᾰγής, ές [[πήγνυμι]]<br />[[sharp]]-[[pointed]], Anth.
}}
}}

Revision as of 21:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠπᾰγής Medium diacritics: ὀξυπαγής Low diacritics: οξυπαγής Capitals: ΟΞΥΠΑΓΗΣ
Transliteration A: oxypagḗs Transliteration B: oxypagēs Transliteration C: oksypagis Beta Code: o)cupagh/s

English (LSJ)

ές, sharp-pointed, στάλικες AP6.109 (Antip.); ὄνυξ Nonn.D.14.385; prickly, κάραβος Opp.H.1.261.

German (Pape)

[Seite 353] ές, scharf od. spitz zum Einschlagen, στάλικες, Antp. Sid. 17 (VI, 109); κάραβος, stachlig, Opp. H. 1, 261.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 aiguisé ou aigu pour s'enfoncer ou pénétrer;
2 armé de pinces ou d’aiguillons.
Étymologie: ὀξύς, πήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ὀξῠπᾰγής: заостренный, остроконечный (στάλικες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀξῠπᾰγής: -ές, ὁ ἀπολήγων εἰς ὀξύ, στάλικες Ἀνθ. Π. 6. 109· ὄνυξ Νόνν. Δ. 14. 385· ἀκανθώδης, κάραβος Ὀππ. Ἁλ. 1. 261.

Greek Monolingual

ὀξυπαγής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει οξεία αιχμή, μυτερή άκρη, μυτερός
2. ακανθώδης, αγκαθωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -πᾱγης (< θ. πᾱγ- του πήγνυμι), πρβλ. ημι-παγής].

Greek Monotonic

ὀξῠπᾰγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που έχει αιχμηρό άκρο, αιχμηρή απόληξη, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὀξῠ-πᾰγής, ές πήγνυμι
sharp-pointed, Anth.