ὀμβροκτύπος: Difference between revisions

From LSJ

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui frappe avec la pluie.<br />'''Étymologie:''' [[ὄμβρος]], [[κτυπέω]].
|btext=ος, ον :<br />qui frappe avec la pluie.<br />'''Étymologie:''' [[ὄμβρος]], [[κτυπέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀμβροκτύπος:''' (ῠ) хлещущий дождем ([[ζάλη]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀμβροκτύπος:''' [ῠ], -ον, αυτός που ηχεί εξαιτίας της βροχής, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὀμβροκτύπος:''' [ῠ], -ον, αυτός που ηχεί εξαιτίας της βροχής, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀμβροκτύπος:''' (ῠ) хлещущий дождем ([[ζάλη]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:39, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμβροκτύπος Medium diacritics: ὀμβροκτύπος Low diacritics: ομβροκτύπος Capitals: ΟΜΒΡΟΚΤΥΠΟΣ
Transliteration A: ombroktýpos Transliteration B: ombroktypos Transliteration C: omvroktypos Beta Code: o)mbroktu/pos

English (LSJ)

[ῠ], ον, sounding with rain, ζάλη A.Ag.656.

German (Pape)

[Seite 330] mit Regen schlagend, ζάλη, Aesch. Ag. 642.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui frappe avec la pluie.
Étymologie: ὄμβρος, κτυπέω.

Russian (Dvoretsky)

ὀμβροκτύπος: (ῠ) хлещущий дождем (ζάλη Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀμβροκτύπος: [ῠ], -ον, ὁ κτυπῶν ἢ ἠχῶν ἐκ τῆς βροχῆς, ζάλη Αἰσχύλ. Ἀγ. 656.

Greek Monolingual

ὀμβροκτύπος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που συνοδεύεται από ραγδαία βροχή («αἱ δὲ κεροτυπούμεναι βίᾳ χειμῶνι τυφῶ σὺν ζάλῃ τ' ὀμβροκτύπῳ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμβρος «ραγδαία βροχή» + κτύπος.

Greek Monotonic

ὀμβροκτύπος: [ῠ], -ον, αυτός που ηχεί εξαιτίας της βροχής, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὀμβρο-κτῠ́πος, ον,
sounding with rain, Aesch.

English (Woodhouse)

loud with rain

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)