ὁμόφρων: Difference between revisions
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />uni de cœur et de sentiments.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[φρήν]]. | |btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />uni de cœur et de sentiments.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[φρήν]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁμόφρων:''' 2, gen. ονος единодушный, находящийся в согласии ([[θυμός]] Hom.; λόγοι Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 36: | Line 39: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁμόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), = [[ὁμόνοος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· <i>ὁμ. λόγοι</i>, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ὁμόφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), = [[ὁμόνοος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· <i>ὁμ. λόγοι</i>, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 21:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ, = ὁμόνοος, agreeing, united, ὁμόφρονα θυμὸν ἔχουσιν Il.22.263, cf. Hes.Th.60, Thgn.81; ὁμόφρονος εὐνᾶς Pi.O.7.6; ὁ. λόγος Ar.Av.632 (lyr.). Adv. -όνως Oenom. ap. Eus.PE5.33; poet. -ονέως IG9(1).235.6 (Locr.).
German (Pape)
[Seite 341] gleichdenkend, gleichgesinnt, übereinstimmend, einträchtig; ὁμόφρονα θυμὸν ἔχουσιν, Il. 22, 263; Hes. Th. 60; ὁμόφρονος εὐνᾶς, Pind. Ol. 7, 6; sp. D., wie Agath. 82. 89.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
uni de cœur et de sentiments.
Étymologie: ὁμός, φρήν.
Russian (Dvoretsky)
ὁμόφρων: 2, gen. ονος единодушный, находящийся в согласии (θυμός Hom.; λόγοι Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, = ὁμόνοος, σύμφωνος, ὁμόφρονα θυμὸν ἔχοντες Ἰλ. Χ. 263, Ἡσ. Θ. 60, Θέογν. 81· ὁμόφρονος εὐνᾶς Πινδ. Ο. 7. 10· ὁμ. λόγοι Ἀριστοφ. Ὄρν. 632. Ἐπίρρ. -όνως. Achmes Ὀνειροκρ. 44 ἐν τῇ ἐπιγραφῇ· ποιητ. -ονέως, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 493. 6. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 170 -1.
English (Autenrieth)
like-minded, harmonious, congenial, Il. 22.263†.
English (Slater)
ὁμόφρων harmonious θῆκέ μιν ζαλωτὸν ὁμόφρονος εὐνᾶς (O. 7.6)
English (Strong)
from the base of ὁμοῦ and φρήν; like-minded, i.e. harmonious: of one mind.
English (Thayer)
ὀμων (ὁμός, φρήν), of one mind (A. V. likeminded), concordant: Homer, Hesiod, Pindar, Aristophanes, Anthol., Plutarch, others.)
Greek Monolingual
-ον (ΑΜ ομόφρων, -ον)
αυτός που έχει ή που εκφράζει τα ίδια φρονήματα, τις ίδιες αντιλήψεις («ὁμόφρονας λόγους», Αριστοφ.)
νεοελλ.
ως ουσ. ο, η ομόφρων
α) ομοϊδεάτης, οπαδός της ίδιας μερίδας ή του ίδιου κόμματος
β) εντομολ. το αρσ. ως ουσ. ο ομόφρων
γένος κολεόπτερων σαρκοφάγων εντόμων.
επίρρ...
ομοφρόνως (ΑΜ ὁμοφρόνως, Α ποιητ. τ. ὁμοφρονέως)
με ομοφροσύνη, ομόφωνα, με την ίδια γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].
Greek Monotonic
ὁμόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), = ὁμόνοος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· ὁμ. λόγοι, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ὁμό-φοων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν = ὁμόνοος, Il., Hes.]
ὁμ. λόγοι Ar.
Chinese
原文音譯:ÐmÒfrwn 何摩-弗朗
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:有如-意向的
字義溯源:思念相同,同心,一致的,協調;由(ὁμοῦ)=相同)與(φρήν)*=心思,感覺)組成;其中 (ὁμοῦ)出自(ὁμολογουμένως)X*=同一的)
出現次數:總共(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 思念相同(1) 彼前3:8