ὑλαγμός: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />aboiement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑλάσσω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />aboiement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑλάσσω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑλαγμός:''' ὁ Hom., Xen., Arst., Plut. = [[ὕλαγμα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑλαγμός:''' [ῠ], ὁ ([[ὑλάω]]), γαύγισμα, [[υλακή]], ουρλιαχτό, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. | |lsmtext='''ὑλαγμός:''' [ῠ], ὁ ([[ὑλάω]]), γαύγισμα, [[υλακή]], ουρλιαχτό, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὑ˘λαγμός, οῦ, ὁ, [[ὑλάω]]<br />a barking, baying, Il., Xen. | |mdlsjtxt=ὑ˘λαγμός, οῦ, ὁ, [[ὑλάω]]<br />a barking, baying, Il., Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ὁ, barking, baying, Il.21.575, Arist.HA536b30, Aen.Tact.22.14; κλαγγὴ καὶ ὑ. X.Cyn.4.5.
German (Pape)
[Seite 1176] ὁ, das Bellen, das Gebell; Il. 21, 575; Xen. Cyn. 4, 5.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
aboiement.
Étymologie: ὑλάσσω.
Russian (Dvoretsky)
ὑλαγμός: ὁ Hom., Xen., Arst., Plut. = ὕλαγμα.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλαγμός: [ῠ], ὁ, ὑλακή, γαύγυσμα, Ἰλ. Φ. 575, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 2· συνάπτεται μετὰ τοῦ κλαγγή, Ξεν. Κυν. 4. 5.
English (Autenrieth)
barking, howling, Il. 21.575†.
Spanish
Greek Monolingual
ὁ, Α
ὕλαγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. του ρ. ὑλάω, -ῶ «γαβγίζω, φωνάζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση -γ- και κατάλ. -μός (πρβλ. ἰυγμός, οἰμωγμός). Η λ. συνδέεται, ως προς τον σχηματισμό της, με το ρ. ὑλάσσω].
Greek Monotonic
ὑλαγμός: [ῠ], ὁ (ὑλάω), γαύγισμα, υλακή, ουρλιαχτό, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.
Middle Liddell
ὑ˘λαγμός, οῦ, ὁ, ὑλάω
a barking, baying, Il., Xen.