ἐγκυβιστάω: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)gkubista/w
|Beta Code=e)gkubista/w
|Definition=[[plunge headlong into]], πράγμασιν Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[κύβος]].
|Definition=[[plunge headlong into]], πράγμασιν Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[κύβος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[tirarse de cabeza]] c. dat. τούτῳ (τῷ φρέατι) Anon.<i>Mirac.Thecl</i>.19.24, θαλάσσῃ Eust.1543.41.<br /><b class="num">2</b> [[precipitarse]], [[lanzarse]], [[meterse de lleno]] fig., c. dat. μᾶλλον αὐτοῖς (νόμοις) αἱ πονηραὶ φύσεις ἐνεκυβίστησαν Synes.<i>Ep</i>.73 (p.130), βυθῷ θαυμάτων ἐγκυβιστῶν Antip.Bost.<i>Io.Bapt</i>.3, ἐγκυβιστᾶν τοῖς πράγμασιν Sud.s.u. κύβος.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκῠβιστάω''': κυβιστῶ, πηδῶ κατὰ κεφαλὴν [[ἐντός]] τινος, «ἐγκυβιστᾶν τοῖς πράγμασι, τὸ ῥιψοκινδύνως τι πράττειν» Σουΐδ. ἐν λέξει [[κύβος]].
|lstext='''ἐγκῠβιστάω''': κυβιστῶ, πηδῶ κατὰ κεφαλὴν [[ἐντός]] τινος, «ἐγκυβιστᾶν τοῖς πράγμασι, τὸ ῥιψοκινδύνως τι πράττειν» Σουΐδ. ἐν λέξει [[κύβος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[tirarse de cabeza]] c. dat. τούτῳ (τῷ φρέατι) Anon.<i>Mirac.Thecl</i>.19.24, θαλάσσῃ Eust.1543.41.<br /><b class="num">2</b> [[precipitarse]], [[lanzarse]], [[meterse de lleno]] fig., c. dat. μᾶλλον αὐτοῖς (νόμοις) αἱ πονηραὶ φύσεις ἐνεκυβίστησαν Synes.<i>Ep</i>.73 (p.130), βυθῷ θαυμάτων ἐγκυβιστῶν Antip.Bost.<i>Io.Bapt</i>.3, ἐγκυβιστᾶν τοῖς πράγμασιν Sud.s.u. κύβος.
}}
}}

Revision as of 17:15, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκῠβιστάω Medium diacritics: ἐγκυβιστάω Low diacritics: εγκυβιστάω Capitals: ΕΓΚΥΒΙΣΤΑΩ
Transliteration A: enkybistáō Transliteration B: enkybistaō Transliteration C: egkyvistao Beta Code: e)gkubista/w

English (LSJ)

plunge headlong into, πράγμασιν Suid. s.v. κύβος.

Spanish (DGE)

1 tirarse de cabeza c. dat. τούτῳ (τῷ φρέατι) Anon.Mirac.Thecl.19.24, θαλάσσῃ Eust.1543.41.
2 precipitarse, lanzarse, meterse de lleno fig., c. dat. μᾶλλον αὐτοῖς (νόμοις) αἱ πονηραὶ φύσεις ἐνεκυβίστησαν Synes.Ep.73 (p.130), βυθῷ θαυμάτων ἐγκυβιστῶν Antip.Bost.Io.Bapt.3, ἐγκυβιστᾶν τοῖς πράγμασιν Sud.s.u. κύβος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκῠβιστάω: κυβιστῶ, πηδῶ κατὰ κεφαλὴν ἐντός τινος, «ἐγκυβιστᾶν τοῖς πράγμασι, τὸ ῥιψοκινδύνως τι πράττειν» Σουΐδ. ἐν λέξει κύβος.