πραότης: Difference between revisions

From LSJ

Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονBion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=[[πρᾳότης]] <i>ou</i> [[πραότης]], ητος (ἡ) :<br />douceur, bonté, facilité de caractère.<br />'''Étymologie:''' [[πρᾷος]].
|btext=[[πρᾳότης]] <i>ou</i> [[πραότης]], ητος (ἡ) :<br />douceur, bonté, facilité de caractère.<br />'''Étymologie:''' [[πρᾷος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πρᾱότης''': -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[ἡμερότης]], ἀντίθετον τῷ [[χαλεπότης]], Λυσ. 106. 15, Ἰσοκρ. 38C, Πλάτ. Πολ. 558Α, κτλ.· ἀντίθετον τῷ [[ἀγριότης]], ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 197D· [[κυρίως]] τὸ ἀντίθετον τῆς ὀργιλότητος, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 5, Ρητορ. 2. 3, 1· ― ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 106Α· πραΰτης [[εἶναι]] [[τύπος]] μεταγεν., Συλλ. Ἐπιγρ. 2788, Ἐκκλ.
|elnltext=πραότης -ητος, ἡ, later [[πραΰτης]] [[πρᾶος]] [[zachtmoedigheid]], [[vriendelijkheid]].
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
Line 25: Line 25:
|lsmtext='''πρᾱότης:''' -ητος, ἡ, [[ηπιότητα]], [[απαλότητα]], [[κομψότητα]], [[ομαλότητα]], σε Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''πρᾱότης:''' -ητος, ἡ, [[ηπιότητα]], [[απαλότητα]], [[κομψότητα]], [[ομαλότητα]], σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=πραότης -ητος, ἡ, later [[πραΰτης]] [[πρᾶος]] [[zachtmoedigheid]], [[vriendelijkheid]].
|lstext='''πρᾱότης''': -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[ἡμερότης]], ἀντίθετον τῷ [[χαλεπότης]], Λυσ. 106. 15, Ἰσοκρ. 38C, Πλάτ. Πολ. 558Α, κτλ.· ἀντίθετον τῷ [[ἀγριότης]], ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 197D· [[κυρίως]] τὸ ἀντίθετον τῆς ὀργιλότητος, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 5, Ρητορ. 2. 3, 1· ― ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 106Α· πραΰτης [[εἶναι]] [[τύπος]] μεταγεν., Συλλ. Ἐπιγρ. 2788, Ἐκκλ.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese

Revision as of 18:01, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρᾱότης Medium diacritics: πραότης Low diacritics: πραότης Capitals: ΠΡΑΟΤΗΣ
Transliteration A: praótēs Transliteration B: praotēs Transliteration C: praotis Beta Code: prao/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, mildness, gentleness, meekness, tranquility, serenity, affability, kindness, Th.4.108, Lys.6.34, Isoc.3.55, Pl.R.558a, etc.; opp. ἀγριότης, Id.Smp.197d; opp. ὀργιλότης, Arist.EN1125b26; opp. ὀργή, Id.Rh.1380a6: pl., Isoc.5.116: later πραΰτης, LXX Ps.44(45).4, Ep.Gal.5.23 (v.l.), CIG2788 (Aphrodisias).

German (Pape)

[Seite 694] ητος, ἡ, Sanftheit, Milde, nach Arist. Eth. 4, 5 die Tugend, welche eine μεσότης περὶ ὀργῆς ist; Ggstz ἀγριότης, Plat. Conv. 197 d, vgl. Crat. 406 a Theaet. 144 b; καὶ φιλανθρωπία, Dem. 24, 51; Pol. 28, 3, 3 u. Sp., wie Plut., Ggstz ὀργιλότης.

French (Bailly abrégé)

πρᾳότης ou πραότης, ητος (ἡ) :
douceur, bonté, facilité de caractère.
Étymologie: πρᾷος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πραότης -ητος, ἡ, later πραΰτης πρᾶος zachtmoedigheid, vriendelijkheid.

English (Thayer)

( and Griesbach (except in πραότης (so Lachmann), and according to a later form πραΰτης (so R and G, but with the iota subscript under the alpha ἆ, in Treg. everywhere (except in T WH everywhere; cf. B. 26f (23 f)), πρᾳότητος, ἡ, gentleness, mildness, meekness: R; Xenophon, Plato, Isocrates, Aristotle, Diodorus, Josephus, others; for עַנְוָה, ἐπιείκεια, at the end; Trench (as there referred to, but especially) § xlii.; Lightfoot on Colossians 3:13.)

Greek Monotonic

πρᾱότης: -ητος, ἡ, ηπιότητα, απαλότητα, κομψότητα, ομαλότητα, σε Πλάτ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾱότης: -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡμερότης, ἀντίθετον τῷ χαλεπότης, Λυσ. 106. 15, Ἰσοκρ. 38C, Πλάτ. Πολ. 558Α, κτλ.· ἀντίθετον τῷ ἀγριότης, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 197D· κυρίως τὸ ἀντίθετον τῆς ὀργιλότητος, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 5, Ρητορ. 2. 3, 1· ― ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 106Α· πραΰτης εἶναι τύπος μεταγεν., Συλλ. Ἐπιγρ. 2788, Ἐκκλ.

Chinese

原文音譯:praÒthj 普拉哦帖士
詞類次數:名詞(9)
原文字根:柔和
字義溯源:溫和,謙卑,溫柔;源自(πρᾶος)=溫和的);而 (πρᾶος)出自(πραΰς)*=溫柔的)
出現次數:總共(8);林前(1);林後(1);加(2);弗(1);西(1);提後(1);多(1)
譯字彙編
1) 溫柔(6) 林後10:1; 加5:23; 弗4:2; 西3:12; 提後2:25; 多3:2;
2) 溫柔的(2) 林前4:21; 加6:1

Translations

Bulgarian: благост, кротост; Dutch: minzaamheid; Estonian: õrnus; Faroese: góðska; Finnish: hellävaraisuus; French Old French: dolçor; Friulian: dolčôr; Georgian: სირბილე, სიმშვიდე, სიწყნარე, სიკეთე; German: Sanftmut; Gothic: 𐌵𐌰𐌹𐍂𐍂𐌴𐌹; Ancient Greek: πραότης; Hiligaynon: kalagday; Hungarian: gyengédség; Icelandic: blíða; Italian: delicatezza, mansuetudine, dolcezza, garbo; Japanese: 親切, 優; Korean: 친절; Latin: lenitas, lenitudo, indulgentia, pietas, clementia; Old Armenian: զգօնութիւն; Old Church Slavonic: щедрота; Plautdietsch: Jelindichkjeit; Polish: łagodność, delikatność; Portuguese: gentileza; Romanian: blândețe, gentilețe; Russian: мягкость, доброта; Sanskrit: मृदु, साधु; Scottish Gaelic: soineanntachd, sèimhe, suairceas; Sicilian: cori; Spanish: suavidad, dulzura; Zulu: ubumnene