κνισωτός: Difference between revisions

From LSJ

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=<i>mieux que</i> [[κνισσωτός]];<br />ή, όν :<br />rempli d'une odeur de viande qui rôtit.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κνισόω]].
|btext=<i>mieux que</i> [[κνισσωτός]];<br />ή, όν :<br />rempli d'une odeur de viande qui rôtit.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[κνισόω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κνῑσωτός''': -ή, -όν, ([[κνισόω]]) ἀναδίδων κνῖσαν, ἐπὶ καιομένου θύματος, Αἰσχύλ. Χο. 485.
|elnltext=κνισωτός --όν [κνισόω] met de geur van gebraden vlees.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 22:
|lsmtext='''κνῑσωτός:''' -ή, -όν ([[κνισόω]]), [[ατμώδης]], αυτός που αναδίδει [[τσίκνα]], λέγεται για [[θυσία]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''κνῑσωτός:''' -ή, -όν ([[κνισόω]]), [[ατμώδης]], αυτός που αναδίδει [[τσίκνα]], λέγεται για [[θυσία]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=κνισωτός --όν [κνισόω] met de geur van gebraden vlees.
|lstext='''κνῑσωτός''': -ή, -όν, ([[κνισόω]]) ἀναδίδων κνῖσαν, ἐπὶ καιομένου θύματος, Αἰσχύλ. Χο. 485.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κνῑσωτός, ή, όν [[κνισόω]]<br />steaming, of a [[sacrifice]], Aesch.
|mdlsjtxt=κνῑσωτός, ή, όν [[κνισόω]]<br />steaming, of a [[sacrifice]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 18:05, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνῑσωτός Medium diacritics: κνισωτός Low diacritics: κνισωτός Capitals: ΚΝΙΣΩΤΟΣ
Transliteration A: knisōtós Transliteration B: knisōtos Transliteration C: knisotos Beta Code: kniswto/s

English (LSJ)

ή, όν, steaming, of a burnt sacrifice, A.Ch. 485.

French (Bailly abrégé)

mieux que κνισσωτός;
ή, όν :
rempli d'une odeur de viande qui rôtit.
Étymologie: adj. verb. de κνισόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνισωτός -ή -όν [κνισόω] met de geur van gebraden vlees.

Greek Monolingual

κνισωτός, -ή, -όν (Α) κνίσα
αυτός που αναδίδει κνίσα.

Greek Monotonic

κνῑσωτός: -ή, -όν (κνισόω), ατμώδης, αυτός που αναδίδει τσίκνα, λέγεται για θυσία, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κνῑσωτός: -ή, -όν, (κνισόω) ἀναδίδων κνῖσαν, ἐπὶ καιομένου θύματος, Αἰσχύλ. Χο. 485.

Middle Liddell

κνῑσωτός, ή, όν κνισόω
steaming, of a sacrifice, Aesch.