δαφοινός: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ός, όν :<br /><i>c.</i> [[δαφοινεός]].
|btext=ός, όν :<br /><i>c.</i> [[δαφοινεός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δᾰφοινός''': -όν, ἐν τῇ Ἰλ. ὡς ἐπίθ. ἀγρίων ζῴων, ἐπὶ τοῦ χρώματος αὐτῶν = βαθέως [[ἐρυθρός]], [[μέλας]], ὑποκίτρινος καὶ μελαψὸς (ὡς ἑρμηνεύεται ὑπὸ τῶν πλείστων ἐκ τῶν παλαιῶν ἑρμηνευτῶν, εἰ καί τινες αὐτῶν προσθέτουσιν ἑτέραν σημασ. = [[λίαν]] [[αἱματηρός]], [[αἷμα]] ἀχνίζων), δαφοινὸν δέρμα λέοντος Ἰλ. Κ. 23· [[δράκων]] ἐπὶ νῶτα δαφοινὸς Β. 308 θῶες δ. Λ. 474· [[λαῖφος]] δ’ ἐπὶ νῶτα δαφοινόν λυγκὸς ἔχει Ὕμν. Ὁμ. εἰς Πᾶνα 23· ὁ [[τύπος]] [[δαφοινεός]] ἔχει τὴν αὐτὴν σημασίαν, εἶμα… δαφοινεὸν αἵματι, σκοτεινὸν ἐκ τοῦ αἵματος, Ἰλ. Σ. 538, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 159· - οὕτω, δαφοινὸς ἀετὸς Αἰσχύλ. Πρ. 1022· λεόντων ἁ δ. ἴλα Εὐρ. Ἀλκ. 581· καὶ ἐν Πινδ. Ν. 3. 142, δ. ἂγραν δυνατὸν νὰ ἀναφέρηται εἰς τὸ [[χρῶμα]] τοῦ ζῴου, [[ὅπερ]] ἀνήρπασεν ὁ [[ἀετός]]. 2) μεταφ., δ. Κῆρες Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 250· [[πῆγμα]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 304· δαλὸς Αἰσχύλ. Χο. 607.
|elnltext=δαφοινός -ον [δα-, φοινός] diep rood; overdr.: καταίθουσα... δαφοινὸν δαλόν het roodgloeiend houtblok in brand stekend Aeschl. Ch. 607.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 34: Line 34:
|lsmtext='''δᾰφοινός:''' -όν,<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για άγρια θηρία, [[κοκκινωπός]], [[καστανόξανθος]], [[κατακόκκινος]], [[ολοπόρφυρος]], <i>δαφοινὸν δέρμαλεόντος</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[δράκων]] ἐπὶ νῶτα [[δαφοινός]], στο ίδ.· ο [[τύπος]] [[δαφοινεός]] έχει την [[ίδια]] [[σημασία]], [[εἷμα]] δαφοινεὸν αἵματι, σκοτεινό από το [[αίμα]], στο ίδ.· δαφοινὸς [[ἀετός]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[κτηνώδης]], [[βάναυσος]], [[σκληρός]], [[απάνθρωπος]], [[αιμοβόρος]], [[αιμοδιψής]], σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ.
|lsmtext='''δᾰφοινός:''' -όν,<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για άγρια θηρία, [[κοκκινωπός]], [[καστανόξανθος]], [[κατακόκκινος]], [[ολοπόρφυρος]], <i>δαφοινὸν δέρμαλεόντος</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[δράκων]] ἐπὶ νῶτα [[δαφοινός]], στο ίδ.· ο [[τύπος]] [[δαφοινεός]] έχει την [[ίδια]] [[σημασία]], [[εἷμα]] δαφοινεὸν αἵματι, σκοτεινό από το [[αίμα]], στο ίδ.· δαφοινὸς [[ἀετός]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[κτηνώδης]], [[βάναυσος]], [[σκληρός]], [[απάνθρωπος]], [[αιμοβόρος]], [[αιμοδιψής]], σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=δαφοινός -ον [δα-, φοινός] diep rood; overdr.: καταίθουσα... δαφοινὸν δαλόν het roodgloeiend houtblok in brand stekend Aeschl. Ch. 607.
|lstext='''δᾰφοινός''': -όν, ἐν τῇ Ἰλ. ὡς ἐπίθ. ἀγρίων ζῴων, ἐπὶ τοῦ χρώματος αὐτῶν = βαθέως [[ἐρυθρός]], [[μέλας]], ὑποκίτρινος καὶ μελαψὸς (ὡς ἑρμηνεύεται ὑπὸ τῶν πλείστων ἐκ τῶν παλαιῶν ἑρμηνευτῶν, εἰ καί τινες αὐτῶν προσθέτουσιν ἑτέραν σημασ. = [[λίαν]] [[αἱματηρός]], [[αἷμα]] ἀχνίζων), δαφοινὸν δέρμα λέοντος Ἰλ. Κ. 23· [[δράκων]] ἐπὶ νῶτα δαφοινὸς Β. 308 θῶες δ. Λ. 474· [[λαῖφος]] δ’ ἐπὶ νῶτα δαφοινόν λυγκὸς ἔχει Ὕμν. Ὁμ. εἰς Πᾶνα 23· ὁ [[τύπος]] [[δαφοινεός]] ἔχει τὴν αὐτὴν σημασίαν, εἶμα… δαφοινεὸν αἵματι, σκοτεινὸν ἐκ τοῦ αἵματος, Ἰλ. Σ. 538, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 159· - οὕτω, δαφοινὸς ἀετὸς Αἰσχύλ. Πρ. 1022· λεόντων ἁ δ. ἴλα Εὐρ. Ἀλκ. 581· καὶ ἐν Πινδ. Ν. 3. 142, δ. ἂγραν δυνατὸν νὰ ἀναφέρηται εἰς τὸ [[χρῶμα]] τοῦ ζῴου, [[ὅπερ]] ἀνήρπασεν ὁ [[ἀετός]]. 2) μεταφ., δ. Κῆρες Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 250· [[πῆγμα]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 304· δαλὸς Αἰσχύλ. Χο. 607.
}}
}}
{{etym
{{etym