3,273,630
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1") |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|btext=ός, όν :<br /><i>c.</i> [[δαφοινεός]]. | |btext=ός, όν :<br /><i>c.</i> [[δαφοινεός]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=δαφοινός -ον [δα-, φοινός] diep rood; overdr.: καταίθουσα... δαφοινὸν δαλόν het roodgloeiend houtblok in brand stekend Aeschl. Ch. 607. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 34: | Line 34: | ||
|lsmtext='''δᾰφοινός:''' -όν,<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για άγρια θηρία, [[κοκκινωπός]], [[καστανόξανθος]], [[κατακόκκινος]], [[ολοπόρφυρος]], <i>δαφοινὸν δέρμαλεόντος</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[δράκων]] ἐπὶ νῶτα [[δαφοινός]], στο ίδ.· ο [[τύπος]] [[δαφοινεός]] έχει την [[ίδια]] [[σημασία]], [[εἷμα]] δαφοινεὸν αἵματι, σκοτεινό από το [[αίμα]], στο ίδ.· δαφοινὸς [[ἀετός]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[κτηνώδης]], [[βάναυσος]], [[σκληρός]], [[απάνθρωπος]], [[αιμοβόρος]], [[αιμοδιψής]], σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. | |lsmtext='''δᾰφοινός:''' -όν,<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για άγρια θηρία, [[κοκκινωπός]], [[καστανόξανθος]], [[κατακόκκινος]], [[ολοπόρφυρος]], <i>δαφοινὸν δέρμαλεόντος</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· [[δράκων]] ἐπὶ νῶτα [[δαφοινός]], στο ίδ.· ο [[τύπος]] [[δαφοινεός]] έχει την [[ίδια]] [[σημασία]], [[εἷμα]] δαφοινεὸν αἵματι, σκοτεινό από το [[αίμα]], στο ίδ.· δαφοινὸς [[ἀετός]], σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[κτηνώδης]], [[βάναυσος]], [[σκληρός]], [[απάνθρωπος]], [[αιμοβόρος]], [[αιμοδιψής]], σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''δᾰφοινός''': -όν, ἐν τῇ Ἰλ. ὡς ἐπίθ. ἀγρίων ζῴων, ἐπὶ τοῦ χρώματος αὐτῶν = βαθέως [[ἐρυθρός]], [[μέλας]], ὑποκίτρινος καὶ μελαψὸς (ὡς ἑρμηνεύεται ὑπὸ τῶν πλείστων ἐκ τῶν παλαιῶν ἑρμηνευτῶν, εἰ καί τινες αὐτῶν προσθέτουσιν ἑτέραν σημασ. = [[λίαν]] [[αἱματηρός]], [[αἷμα]] ἀχνίζων), δαφοινὸν δέρμα λέοντος Ἰλ. Κ. 23· [[δράκων]] ἐπὶ νῶτα δαφοινὸς Β. 308 θῶες δ. Λ. 474· [[λαῖφος]] δ’ ἐπὶ νῶτα δαφοινόν λυγκὸς ἔχει Ὕμν. Ὁμ. εἰς Πᾶνα 23· ὁ [[τύπος]] [[δαφοινεός]] ἔχει τὴν αὐτὴν σημασίαν, εἶμα… δαφοινεὸν αἵματι, σκοτεινὸν ἐκ τοῦ αἵματος, Ἰλ. Σ. 538, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 159· - οὕτω, δαφοινὸς ἀετὸς Αἰσχύλ. Πρ. 1022· λεόντων ἁ δ. ἴλα Εὐρ. Ἀλκ. 581· καὶ ἐν Πινδ. Ν. 3. 142, δ. ἂγραν δυνατὸν νὰ ἀναφέρηται εἰς τὸ [[χρῶμα]] τοῦ ζῴου, [[ὅπερ]] ἀνήρπασεν ὁ [[ἀετός]]. 2) μεταφ., δ. Κῆρες Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 250· [[πῆγμα]] Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 304· δαλὸς Αἰσχύλ. Χο. 607. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |