οἴδαξ: Difference between revisions

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
(6_4)
 
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἴδαξ''': -ᾰκος, ὁ, ([[οἰδέω]]) = [[φήληξ]], «τὰ δὲ [[οὔπω]] πέπειρα τῶν σύκων οἴδακες καλοῦνται παρὰ Λάκωσι καὶ φήληκες παρ’ Ἀθηναίοις» [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 81, Χοιροβ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξων. 2. 248.
|lstext='''οἴδαξ''': -ᾰκος, ὁ, ([[οἰδέω]]) = [[φήληξ]], «τὰ δὲ [[οὔπω]] πέπειρα τῶν σύκων οἴδακες καλοῦνται παρὰ Λάκωσι καὶ φήληκες παρ’ Ἀθηναίοις» Πολυδ. Ϛ΄, 81, Χοιροβ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξων. 2. 248.
}}
}}

Latest revision as of 18:15, 6 October 2022

Greek (Liddell-Scott)

οἴδαξ: -ᾰκος, ὁ, (οἰδέω) = φήληξ, «τὰ δὲ οὔπω πέπειρα τῶν σύκων οἴδακες καλοῦνται παρὰ Λάκωσι καὶ φήληκες παρ’ Ἀθηναίοις» Πολυδ. Ϛ΄, 81, Χοιροβ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξων. 2. 248.