δοχμή: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
mNo edit summary |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δοχμή:''' ή [[δόχμη]], ἡ ([[δέχομαι]]), [[διάστημα]] που περιέχεται ή μετριέται με το [[πλάτος]] της παλάμης, ίδιο με το [[παλαιστή]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''δοχμή:''' ή [[δόχμη]], ἡ ([[δέχομαι]]), [[διάστημα]] που περιέχεται ή μετριέται με το [[πλάτος]] της παλάμης, ίδιο με το [[παλαιστή]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δοχμὴ''': ἢ δόχμη, ἡ, ([[δέχομαι]]) τὸ [[διάστημα]] τὸ περιεχόμενον ἢ μετρούμενον διὰ τοῦ πλάτους τῆς χειρός, [[παλάμη]], ὡς τὸ [[παλαστή]], Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 87, Ἀριστοφ. Ἱππ. 318, ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ, Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1291. 43, Πολυδ. Β΄, 157· ἕτεροι λαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς = [[σπιθαμή]], Φώτ.· ὁ Ἡσύχ. καὶ ὁ Σουΐδ. παρέχουσιν ἀμφοτέρας τὰς σημασίας· ἴδε Λοβ. Φρύν. 296. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:39, 6 October 2022
English (LSJ)
or δόχμη, ἡ, (δέχομαι) space contained in a hand's breadth, Cratin.350, Ar.Eq.318, Com.Adesp.571, Scyl.112: expld. as, = παλαιστή, Sch.Ar. ad loc.; but also as, = σπιθαμή, Phot. s. h. v.; Hsch. and Suid. give both senses. (On the accent, v. Ael.Dion.Fr.136, Poll.2.157.)
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): δόχμη Cratin.441
metrol. palmo o medida de cuatro dedos δέρμα μοχθηροῦ βοὸς ... μεῖζον ἦν δυοῖν δοχμαῖν Ar.Eq.318, οὗτοι δ' ἀφεστήκασι πλεῖν ἢ δύο δοχμά Ar.Fr.959, cf. Cratin.l.c., ἔστι δὲ τὸ φῦκος τῆς δοχμῆς τὸ πλάτος Scyl.Per.112
•sobre la doble acentuación y el uso át. frente a σπιθαμή Ael.Dion.δ 30, Moer.δ 41, Poll.2.157, Hsch.δ 2283.
German (Pape)
[Seite 663] ἡ (δέχομαι), ein Längenmaaß, Ar. Equ. 318, so weit man mit ausgespreizter Hand zwischen dem Daumen u. dem kleinen Finger fassen kann, wie Phot. lex. aus Cratin. (wo δόχμη steht) es σπιθαμή erkl., u. E. M. τὸ δεκτικὸν τῆς χειρός; Schol. Ar. erkl. παλαιστή, u. Poll. 2, 157 τοὺς τέσσαρας δακτύλους συγκλεισθέντας, also eine Breite von vier Fingern.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
palme, mesure de la largeur d'un travers de main.
Étymologie: δοχμός.
Greek Monolingual
δοχμή και δόχμη, η (Α)
1. διάστημα που μετριέται με το πλάτος του χεριού, σπιθαμή, παλάμη
2. αυτό που περιέχεται σε μια παλάμη.
Greek Monotonic
δοχμή: ή δόχμη, ἡ (δέχομαι), διάστημα που περιέχεται ή μετριέται με το πλάτος της παλάμης, ίδιο με το παλαιστή, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
δοχμὴ: ἢ δόχμη, ἡ, (δέχομαι) τὸ διάστημα τὸ περιεχόμενον ἢ μετρούμενον διὰ τοῦ πλάτους τῆς χειρός, παλάμη, ὡς τὸ παλαστή, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 87, Ἀριστοφ. Ἱππ. 318, ἴδε Σχόλ. ἐν τόπῳ, Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1291. 43, Πολυδ. Β΄, 157· ἕτεροι λαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς = σπιθαμή, Φώτ.· ὁ Ἡσύχ. καὶ ὁ Σουΐδ. παρέχουσιν ἀμφοτέρας τὰς σημασίας· ἴδε Λοβ. Φρύν. 296.
Russian (Dvoretsky)
δοχμή: ἡ дохма (ширина ладони; мера длины = 77.1 мм, то же, что παλαιστή Arph.).
Middle Liddell
n n δέχομαι
the space contained in a hand's breadth, the same as παλαστή, Ar.