ἐπεῖπον: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐπεῑπον (αόρ. β' του [[επιλέγω]]) (Α)<br /><b>1.</b> [[είπα]] επί [[πλέον]] ή συγχρόνως ή [[έπειτα]] («διδόντα τὸν λαγὸν Κύρῳ ἐπειπεῖν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είπα]] [[εναντίον]] κάποιου, κατηγόρησα («ἐπειπεῖν ψόγον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> ανέφερα ως κατάλληλο («ἐπειπεῖν τὸ κοινὸν ἀρχὴ δέ τοι ἥμισυ παντός», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> απάγγειλα.
|mltxt=ἐπεῖπον (αόρ. β' του [[επιλέγω]]) (Α)<br /><b>1.</b> [[είπα]] επί [[πλέον]] ή συγχρόνως ή [[έπειτα]] («διδόντα τὸν λαγὸν Κύρῳ ἐπειπεῖν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είπα]] [[εναντίον]] κάποιου, κατηγόρησα («ἐπειπεῖν ψόγον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> ανέφερα ως κατάλληλο («ἐπειπεῖν τὸ κοινὸν ἀρχὴ δέ τοι ἥμισυ παντός», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>4.</b> απάγγειλα.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:05, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεῖπον Medium diacritics: ἐπεῖπον Low diacritics: επείπον Capitals: ΕΠΕΙΠΟΝ
Transliteration A: epeîpon Transliteration B: epeipon Transliteration C: epeipon Beta Code: e)pei=pon

English (LSJ)

aor. 2, inf. ἐπειπεῖν, pf. A ἐπείρηκα Plu.2.1054f: pres. ἐπιλέγω (q.v.):—say besides or afterwards, Hdt.1.123, Th.1.67, Aeschin. 2.157, etc. 2 ψόγον ἐ. τινί say it of one, A.Supp.972 (anap.), cf. Luc.Hist.Conscr.26; σκωπτικόν τι εἴς τινα Id.Dem.Enc.33. 3 quote as apposite, τὰ ἐξ Ἰλιάδος ἐκεῖνα Ael.VH4.18; ἐ. τὸ κοινὸν ἀρχὴ δέ τοι ἥμισυ παντός Luc.Somn.3; cf. ἐπιλέγω. 4 utter, pronounce a spell, ἐ. ἐπῳδήν Id.Philops.35. 5 make a speech at, τάφῳ Polem.Cyn.2.

German (Pape)

[Seite 911] (s. εἰπεῖν), dazu sprechen, dabei sprechen; διδόντα τὸν λαγὸν ἐπειπεῖν Her. 1, 123; Thuc. 1, 67 u. Folgde, im Reden noch dazusetzen; auch ψόγον ἀλλοθρόοις Aesch. Suppl. 950.

French (Bailly abrégé)

inf. ἐπειπεῖν;
1 dire en outre;
2 dire sur : ψόγον ἐπ. τινι ESCHL parler de qqn en le blâmant.
Étymologie: ἐπί, εἶπον.

Russian (Dvoretsky)

ἐπεῖπον: (aor. 2 к inf. ἐπειπεῖν)1) сверх того сказать, добавить Her.: ἐπεῖπον τοιάδε Thuc. (коринфяне) добавили следующее;
2) говорить о (ком-л.), возводить на (кого-л.) (ψόγον τινί Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεῖπον: ἀπαρ. ἐπειπεῖν, ἀόρ. β΄ ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, διδόντα τὸν λαγὸν Κύρῳ ἐπειπεῖν, ἐνῷ ἔδιδε τὸν λαγόν, ἐπάνω εἰς αὐτὸ νὰ εἴπῃ, Ἡρόδ. 1. 123· ἐπεῖπον τοιάδε, μετὰ τοὺς προλαλήσαντας εἶπον τοιάδε (οἱ Κορίνθιοι), Θουκ. 1. 67, Αἰσχίν. 49. 15, κτλ. 2) ἐπειπεῖν ψόγον ἀλλοθρόοις, ψέξαι, Αἰσχύλ. Ἱκ. 972, πρβλ. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 26. ― Καθ’ Ἡσύχ. μέσ. ἀόρ. «ἐπείπασθαι· ἐξειπεῖν» καὶ μετοχ. ἐνεργ. ἀορ. β΄, «ἐπειπών· ἐπιβοήσας».

Greek Monolingual

ἐπεῖπον (αόρ. β' του επιλέγω) (Α)
1. είπα επί πλέον ή συγχρόνως ή έπειτα («διδόντα τὸν λαγὸν Κύρῳ ἐπειπεῖν», Ηρόδ.)
2. είπα εναντίον κάποιου, κατηγόρησα («ἐπειπεῖν ψόγον», Αισχύλ.)
3. ανέφερα ως κατάλληλο («ἐπειπεῖν τὸ κοινὸν ἀρχὴ δέ τοι ἥμισυ παντός», Λουκιαν.)
4. απάγγειλα.

Greek Monotonic

ἐπεῖπον: αόρ. βʹ χωρίς ενεστ. σε χρήση, λέω επιπλέον, μιλώ επιπροσθέτως ή συμπληρωματικά, σε Ηρόδ., Θουκ.

Middle Liddell


to say besides, Hdt., Thuc. [aor2 with no pres. in use]