μεταξύ: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 51: Line 51:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[between]], [[in the middle]]
|woodrun=[[between]], [[in the middle]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=ἀνάμεσα). Σύνθετο ἀπό τό [[μετά]] + ξύν.
}}
}}

Revision as of 14:50, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταξύ Medium diacritics: μεταξύ Low diacritics: μεταξύ Capitals: ΜΕΤΑΞΥ
Transliteration A: metaxý Transliteration B: metaxy Transliteration C: metaksy Beta Code: metacu/

English (LSJ)

(late form μετοξύ PLond.2.177.11 (i A.D.), etc.), Adv., (μετά, ξύν) prop. A in the midst: hence, I as adverb, 1 of place, betwixt, between, once in Hom., Il.1.156, cf. h.Merc.159, etc.: with Art., τὸ μ. Hdt.2.8, Ar.Av.551; ἐν τούτῳ μ. Th.4.25; νεάτης τε καὶ ὑπάτης καὶ μέσης καὶ εἰ ἄλλα ἄττα μ. τυγχάνει ὄντα Pl.R.443d; αὐχένα μ. τιθέντες Id.Ti.69e: metaph., φίλος ἢ ἐχθρὸς ἢ μ. Arist.Rh.1376a30. 2 of time, between-whiles, meanwhile, Hdt.4.155, S.Fr.225, Pl.Ly.207d, etc.; τὰ μ. the intervening events, Isoc.12.201: freq. c. pres. part., μ. ὀρύσσων ἐπαύσατο in the midst of his digging, Hdt.2.158; ἐπελαυνόντων… μ. Id.4.129; μ. θύων Ar.Ra.1242; μ. πίνων Eup.351.5; μ. πορευομένους X.Cyr.8.8.11, cf. Pl.Ly.207b, etc.; ἐξαναστάντες μ. δειπνοῦντες in the middle of supper, D.18.169; ἀπαγχομένη μ. κατεκλίθη (κατεκωλύθη Blass), i. e. in the interval between this and reviving, And.1.125: freq. with Verbs of speaking, λέγοντα μ. in the middle of my discourse, Pl.Ap.40b, cf. Euthd.275e, R.336b: without part., μ. ὑπολαβεῖν to interrupt, X.An.3.1.26; μ. τὸν λόγον καταλύομεν Pl.Grg. 505c; μ. διαλῦσαι τὴν συνουσίαν Id.Prt.336e; ἐν τῷ μ. (sc. χρόνῳ) X. Smp.1.14: with χρόνῳ, D.30.17. b in late writers, like μετά (Adv.), after, afterwards, τὸ μ. σάββατον the next Sabbath, Act.Ap. 13.42; οἱ μ. τούτων βασιλεῖς the kings who followed them, J.BJ5.4.2; οἱ μ. τούτων, = Lat. posterieorum, IG14.1913. 3 of Qualities, τὰ μ. intermediate, i.e. neither good nor bad, Pl.Grg.468a. 4 of Degree, ὅσον τὸ μ. how great is the difference, Timocl.22.1. 5 Gramm., the neuter gender, Arist.SE166b12, Po.1458a17. II as preposition c. gen., between, Hdt.1.6,7.85, Th.1.118, 4.42, etc.; μ. σοφίας καὶ ἀμαθίας Pl.Smp.202a; μ. τούτοιν ἀμφοῖν ἐν μέσῳ ὄν Id.R.583c; αἱ μ. τῶν λόγων διηγήσεις the explanations between the speeches, Id.Tht. 143c; but μ. τῶν λόγων if I may interrupt the argument, Id.Phdr. 230a; μ. τῶν βασιλέων among kings, Plu.2.177c; between parties to an agreement, τιμὴ ἡ συμφωνηθεῖσα μ. τινῶν BGU316.15 (iv A. D.); τὰ μ. σύμφωνα the terms agreed between the parties, POxy.914.8 (v A.D.): sometimes one of the extremes is omitted, ἄνωθεν τῶν Θυεστείων ῥακῶν μ. τῶν Ἰνοῦς Ar.Ach.434; ἢ ἐναντίοις οὖσιν ἢ μ. Arist.GC319b12; ἦν συμφέρον ὡς πλεῖστον τὸν μ. χρόνον γενέσθαι τῶν ὅρκων D.18.26. b μ. θύρας in the opening of the door, Sor.1.119. 2 of time, ὁ μ. τῆς δίκης τε καὶ τοῦ θανάτου [χρόνος] Pl.Phd.58c, cf. E.Hec. 437; τὰ μ. τούτου meanwhile, S.OC291: as a Prep., it may either precede or follow its case, but more freq. precedes, cf. Pl.Phd.71a and b.

German (Pape)

[Seite 151] (vgl. μετά, μέσος), zwischen, dazwischen; μάλα πολλὰ μεταξὺ οὔρεα, sehr viele Berge liegen dazwischen, Il. 1, 156; H. h. Merc. 159; μεταξὺ δ' ἀλκὰ δι' ὀλίγου τείνει πύργος, Aesch. Spt. 762; τὰ δὲ μεταξὺ τούτων μηδαμῶς γίγνου κακός, Soph. O. C. 292, inzwischen, bis dahin; so c. gen. auch Eur., ξίφους μεταξὺ καὶ πυρᾶς Ἀχιλλέως, Hec. 437, wie Her. σκευὴν μεταξὺ ἔχουσι πεποιημένην τῆς τε Περσικῆς καὶ τῆς Πακτυϊκῆς, 7, 85; μεταξὺ τούτων γιγνόμενον, dazwischen kommen, Plat. Parm. 152 c; auch vollständiger, μεταξὺ τούτοιν ἀμφοῖν ἐν μέσῳ ὄν, Rep. IX, 583 c; mit dem Artikel, αἱ μεταξὺ τῶν λόγων διηγήσεις, Theaet. 143 c, wie ὁ μεταξὺ τῆς δίκης τε καὶ τοῦ θανάτου χρόνος, die dazwischenliegende, die Zwischenzeit, Phaed. 58 c; vgl. ὑφ' ἡμῶν τῶν μεταξὺ ὄντων τοῦ κακοῦ τε καὶ ἀγαθοῦ, Lys. 220 d; ἐν τῷ μεταξύ, in dem Zwischenraume, Thuc. 4, 25; – μεταξὺ τὸν λόγον καταλύειν, in der Mitte die Rede abbrechen, Plat. Gorg. 505 c. – Mit dem partic. = während, μεταξὺ ὀρύσσων, während er grub, mitten im Graben, Her. 2, 158; πολλαχοῦ δή με ἐπέσχε λέγοντα μεταξύ, Plat. Apol. 40 b, während ich sprach, vgl. Phaedr. 234 d, öfter; μεταξὺ λέγων ἐνεθυμήθην, Dem. 24, 122; Sp., wie λουόμενος μεταξύ, während des Badens, Luc. Nigr. 13; – μεταξὺ ὑπολαβών, sc. λέγοντος, dazwischen das Wort nehmend, unterbrechend, Xen. An. 3, 1, 27; μεταξὺ τῶν λόγων, à propos, Plat. Phaedr. 230 a; Apollod. Gel. bei Poll. 10, 93. – Auch bei Sp., τὸ μεταξὺ διάστημα θερινῶν ἀνατολῶν καὶ μεσημβρίας, Pol. 3, 37, 4; ἔτι μεταξὺ αὐτοῦ λέγοντος, 15, 23, 4, während er noch redete, wie Luc. Cont. 6 u. a. Sp.; vgl. Jacobs zu Achill. Tat. p. 891.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
dans l'intervalle, au milieu : πολλὰ μεταξὺ οὔρεα IL il y a beaucoup de montagnes dans l'intervalle ; ὁ, ἡ, τὸ μεταξύ ATT la personne ou la chose qui se trouve entre ; fig. φίλος ἢ ἐχθρὸς ἢ μεταξύ ARSTT ami ou ennemi ou entre les deux, càd neutre ; fig. σκευὴ μεταξὺ τῆς τε Περσικῆς καὶ τῆς Πακτυϊκῆς HDT équipement qui tient le milieu entre celui des Perses et celui des Pactyes ; avec idée de temps, dans l'intervalle : ὁ μεταξύ χρόνος DÉM le temps dans l'intervalle ; ἐν τῷ μεταξύ XÉN dans l'intervalle ; μεταξὺ ὑπολαβών XÉN l'ayant interrompu.
Étymologie: μετά, ξύν.

Russian (Dvoretsky)

μεταξύ:
I (ῠ) adv.
1) (по)среди, в середине, в промежутке (πολλὰ μ. οὔρεα Hom.; μ. τιθέναι τι Plat.): ἐν τούτῳ τῷ μ. Thuc. в этом промежутке (пространства или времени);
2) во время, пока: μ. ὀρύσσων Her. во время, (его) землекопных работ; τὸ μ. πορευόμενος Xen. пока он путешествовал; λέγοντά τινα μ. ἐπέχειν Plat. или ὑπολαβεῖν Xen. прервать чью-л. речь; ὁ μ. χρόνος Dem. промежуточное время;
3) перен. посреди, на полпути: τὰ μήτε ἀγαθὰ μήτε κακά, ἀλλὰ τὰ μ. Plat. ни хорошее, ни дурное, а (нечто) среднее; φίλος ἢ ἐχθρὸς ἢ μ. Arst. друг, враг или ни тот, ни другой; грам. τὸ μ. Arst. слово среднего рода.
II praep. cum gen. между, (по)среди (τῶν οὐρέων Her.; ὁ μ. τῆς δίκης τε καὶ τοῦ θανάτου χρόνος Plat.): μ. τούτοιν ἀμφοῖν ἐν μέσῳ ὄν Plat. находящееся (как раз) посредине, между обоими; μ. τούτων γιγνόμενος Plat. оказавшийся между ними; τὰ μ. τούτων Soph. тем временем; μ. τῶν λόγων Plat. между прочим, к слову говоря.

Greek (Liddell-Scott)

μεταξύ: Ἐπίρρ. (μετά, ξὺν) κυρίως, ἐν τῷ μέσῳ: ἐντεῦθεν, Ι. ὡς ἐπίρρ., 1) τόπου, μεταξύ, «ἀνάμεσα», Ἰλ. Α. 156, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 159, καὶ Ἀττ.· ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρου, τὸ μεταξὺ Ἡρόδ. 2. 8, Ἀριστοφ. Ὄρν. 551· ἐν τῷ μ. Θουκ. 4. 25· τὰ μ., τὰ μεσολαβοῦντα μέρη, Ἰσοκρ. 275Α. β) μεταφ., φίλος ἢ ἐχθρὸς ἢ μ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 19. γ) ἐν χρήσει ὡς κατηγορούμενον, εἰ ἄλλα ἄττα μ. τυγχάνει ὄντα Πλάτ. Πολ., 443Ε· αὐχένα μ. τιθέναι ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 69Ε. 2) ἐπὶ χρόνου, ἐν τῷ μεταξύ, Ἡρόδ. 4. 129, 155, Σοφ. Ἀποσπ. 218, Πλάτ. Πολ. 443Ε, κτλ.· συχνάκις μετὰ μετοχῆς ἐνεστῶτος, μεταξὺ ὀρύσσων, ἐν τῷ μέσῳ τῆς ἐργασίας του, ἐν ᾧ ἔσκαπτε, Λατ. inter fodiendum, Ἡρόδ. 2. 158· μ. θύων Ἀριστοφ. Βάτρ. 1242· μ. πίνων Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 2. 5· μ. πορευόμενος Ξεν. Κύρ. 8. 8, 11, πρβλ. Πλάτ. Λῦσ. 207Α, κτλ.· ἐξαναστάντες μεταξὺ δειπνοῦντες, ἐγερθέντες ἐν τῷ μέσῳ τοῦ δείπνου, Δημ. 284. 24· ἀπαγχομένη μ. κατεκλίθη, δηλ. ἐν τῷ μεταξὺ τούτου καὶ τῆς ἀναβιώσεως, Ἀνδοκ. 16. 28· συχνάκις μετὰ λεκτικῶν ῥημάτων, πολλαχοῦ δή με ἐπέσχε λέγοντα μεταξύ, ἐν τῷ μέσῳ τοῦ λόγου μου, ἐνῷ ἔλεγον, Πλάτ. Ἀπολ. 40Β, πρβλ. Εὐθύδ. 275Ε, Πολ. 336Β· προσέτι μεταξὺ ὑπολαβών, διακόψας μεταξὺ τὸν ἀγορεύοντα, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 27, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 505C, Πρωτ. 336Ε· - ἐν τῷ μ. (δηλ. χρόνῳ) Ξεν. Συμπ. 1. 14, Δημ. 868. 16. β) παρὰ μεταγεν. ὡς τὸ μετὰ (ἐπίρρ.), μετὰ ταῦτα, κατόπιν, εἰς τὸ μεταξύ σάββατον Πράξ. Ἀποστ. ιγ΄, 42, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 4, 2, Κλήμ. Ρώμ. εἰς Ἐπιστ. π. Κορ. α΄, 44, κτλ. 3) ἐπὶ ἰδιοτήτων, τὰ μεταξύ, δηλ. τὰ μήτε ἀγαθὰ μήτε κακά, Πλάτ. Γοργ. 468Α. 4) ἐπὶ βαθμοῦ, ὅσον τὸ μ., πόσον μεγάληδιαφορά, ὅσον τὸ μεταξύ, μετὰ κορίσκης ἢ μετὰ χαμαιτύπης τὴν νύκτα κοιμᾶσθαι, βαβαὶ Τιμοκλ. ἐν «Μαραθωνίοις» 1. 5) παρὰ Γραμμ., τὸ οὐδέτερον γένος, Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 4. 14, Ποιητ. 21, 26. ΙΙ. ὡς πρόθ. μετὰ γεν., μεταξύ, «ἀνάμεσα», Ἡρόδ. 1. 6., 7. 85, Ἀριστοφ. Ἀχ. 433, Θουκ. 1. 118., 4. 42, κτλ.· μ. σοφίας καὶ ἀμαθίας Πλάτ. Συμπ. 202Α· μ. τούτοιν ἀμφοῖν ἐν μέσῳ ὂν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 583C· αἱ μ. τῶν λόγων διηγήσεις, αἱ παρεισαγόμεναι εἰς τὴν συζήτησιν, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 143C· ἀλλά, μ. τῶν λόγων, ἂν δύναμαι νὰ διακόψω τὴν συζήτησιν, ἀτάρ, ὦ ἑταῖρε, μεταξὺ τῶν λόγων, ἆρ’ οὐ τόδε ἦν τὸ δένδρον, ἐφ’ ὅπερ ἦγες ἡμᾶς; ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 230Α· μ. βασιλέων Πλούτ. 2. 177C· - ἐνίοτε τὸ ἕτερον τῶν δύο ἄκρων παραλείπεται, ἄνωθεν τῶν Θυεστείων ῥακῶν, μ. τῶν Ἰνοῦς Ἀριστοφ. Ἀχ. 434· ἢ ἐναντίοις οὖσιν ἢ μ. Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 4, 2· ἦν συμφέρον ὡς πλεῖστον τὸν μ. χρόνον γενέσθαι τῶν ὅρκων Δημ. 233. 27. 2) ἐπὶ χρόνου, ὁ μ. τῆς δίκης τε καὶ τοῦ θανάτου (χρόνος) Πλάτ. Φαίδων 58C· ἐν τῷ μ. χρόνῳ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 450C· τὰ μ. τούτων, ἐν τῷ μεταξύ, Σοφ. Ο. Κ. 291, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 437· οὕτω καὶ μόνον τὸ μ., Πλάτ. Λῦσ. 207D· - ὡς πρόθεσις δύναται εἴτε νὰ προῃγῆται εἴτε νὰ ἕπηται τῷ πτωτικῷ, ἀλλὰ συνηθέστερον προηγεῖται, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 71Α καὶ Β.

English (Autenrieth)

between, Il. 1.156†.

English (Strong)

from μετά and a form of σύν; betwixt (of place or person); (of time) as adjective, intervening, or (by implication) adjoining: between, mean while, next.

English (Thayer)

(from μετά and ξύν, equivalent to σύν), adverb;
1. between (in the midst, Homer, Iliad 1,156; ἐν τῷ μεταξύ, meanwhile, in the mean time, cf. ἐν τῷ καθεξῆς (see καθεξῆς): Xenophon, symp. 1,14; with χρόνῳ added, Plato, rep. 5, p. 450c.; Josephus, Antiquities 2,7, 1; ὁ μεταξύ χρόνος, Herodian, 3,8, 20 (10 edition, Bekker cf. Winer's Grammar, 592 f (551))).
b. like a preposition with a genitive (cf. Winer's Grammar, 54,6): of place (from Herodotus 1,6 down), Josephus, contra Apion 1,21, 2 (yet see Müller at the passage)); b. j. 5,4, 2; Plutarch, inst. Lac. 42; de discr. amici et adul. c. 22; Theophilus ad Autol. 1,8 and Otto in the place cited; (Clement of Rome, 1 Corinthians 44,2, 3 [ET]; the Epistle of Barnabas 13,5 [ET])), after, afterward: τό μεταξύ σάββατον, the next (following) sabbath, Acts 13:42 (where see Meyer)).

Greek Monolingual

(ΑΜ μεταξύ, Α και μετοξύ) επίρρ.
1. (με άρθρ. ή χωρίς άρθρ.) μεταξύ ή το μεταξύ
α) (τοπικά) στο μέσο, στη μέση, ανάμεσαοὐδέ καρπὸν ἐδηλήσαντ', ἐπεὶ ἦ... μεταξὺ οὔρεά τε σκιόεντα θάλασσά τε ἠχήεσσα», Ομ. Ιλ.)
β) ανάμεσα σε δύο χρονικά σημεία
2. φρ. «εν τω μεταξύ», «εντωμεταξύ» — στο διάστημα που θα μεσολαβήσει ή που μεσολάβησε
νεοελλ.
1. (με άρθρ. ως ουσ.) το μεταξύ
το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί
2. (με γεν.) για να δηλώσει σύγκριση ή επιλογήμεταξύ τών δύο, ποιον προτιμάς;»)
3. φρ. α) «μεταξύ δύο πυρών»
i) λέγεται στις περιπτώσεις που ένα στρατιωτικό τμήμα ή άλλος πολεμικός σχηματισμός βάλλεται από δύο πλευρές ταυτόχρονα
ii) μτφ. ανάμεσα σε δύο επικίνδυνες καταστάσεις
β) «μεταξύ δύο κακών το μη χείρον βέλτιστον» — από δύο κακά το λιγότερο χειρότερο είναι προτιμότερο
γ) «βρίσκομαι μεταξύ σφύρας και άκμονος» ή «βρίσκομαι μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης» — βρίσκομαι σε δυσχερές δίλημμα, σε αδιέξοδο
δ) «μεταξύ ζωής και θανάτου» ή «μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας» — στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου
ε) «μεταξύ μας, σας, τους»
i) μόνοι, χωρίς την παρουσία άλλων
ii) με εχεμύθεια ή σε ατμόσφαιρα οικειότητας ή αμοιβαίας εμπιστοσύνης («ό,τι λέχθηκε να μείνει μεταξύ μας»)
στ) «μεταξύ (τών) άλλων» — εκτός από τα άλλα
ζ) «τα μεταξύ μας» — οι υποθέσεις που αφορούν εμάς τους δύο, οι δοσοληψίες μας
η) «τρώγονται μεταξύ τους» — φιλονικούν
θ) «μεταξύ τυρού και αχλαδιού» — παρενθετικά, παρεμπιπτόντως
μσν.
1. (με αιτ.) ενώπιον, μπροστά
2. (με γεν.) κατά τη διάρκεια
αρχ.
1. μετά από αυτά, κατόπιν
2. (με άρθρ. εν. ως ουσ.) γραμμ. το ουδέτερο γένος
3. (με άρθρ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεταξύ
i) τα γεγονότα που μεσολαβούν
ii) (για ιδιότητες) αυτά που δεν είναι ούτε κακά ούτε καλά
iii) (επιρρηματικώς) στο ενδιάμεσο διάστημα, εντωμεταξύ
4. φρ. α) (για βαθμό) «ὄσον τὸ μεταξύ» — πόσο μεγάλη η διαφορά
β) «αἱ μεταξύ τῶν λόγων διηγήσεις» — εξηγήσεις που παρεμβάλλονται στους λόγους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. που συνδέεται προφανώς με την πρόθ. μετά (πιθ. < μετά + ξύ(ν)].

Greek Monotonic

μεταξύ: (μετά, ξύν), επίρρ.:
1. λέγεται για τόπο, ανάμεσα, μεταξύ, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με άρθρο, τὸ μεταξύ, σε Ηρόδ.· ἐν τῷ μεταξύ, σε Θουκ. 2. α) λέγεται για χρόνο, στο μεταξύ, εν τω μεταξύ, συνάμα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με μτχ. ενεστ., μεταξὺ ὀρύσσων, στα μισά εκεί που έσκαβε, Λατ. inter fodiendum, στον ίδ.· μεταξὺ θύων, σε Αριστοφ.· λέγοντα μεταξύ, στα μισά του λόγου του, σε Πλάτ.· β) ύστερα, κατόπιν, σε Καινή Διαθήκη
3. λέγεται για ποιότητα, τὰ μεταξύ, μέτρια, δηλ. ούτε καλά ούτε κακά, σε Πλάτ.
II. ως πρόθ. με γεν.,
1. ανάμεσα, μεταξύ, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. λέγεται για χρόνο, ὁ μεταξὺ τῆς δίκης τε καὶ τοῦ θανάτου (χρόνος), σε Πλάτ.· τὰ μεταξὺ τούτου, στο μεταξύ, σε Σοφ.

Frisk Etymological English

See also: s. μέτα, μετά.

Middle Liddell

μετά, ξύν]
I. adv.,
1. of place, betwixt, between, Il., etc.; with the Art., τὸ μεταξύ Hdt.; ἐν τῷ μ. Thuc.
2. of time, between-whiles, meanwhile, Hdt., etc; with pres. part., μεταξὺ ὀρύσσων in the midst of his digging, Lat. inter fodiendum, Hdt.; μ. θύων Ar.; λέγοντα μ. in the middle of his discourse, Plat.
b. after, afterwards, NTest.
3. of Qualities, τὰ μ. intermediate, i. e. neither good nor bad, Plat.
II. as prep. with genitive between, Hdt., etc.
2. of time, ὁ μ. τῆς δίκης τε καὶ τοῦ θανάτου χρόνος Plat.; τὰ μ. τούτου meanwhile, Soph.

Frisk Etymology German

μεταξύ: {metaksú}
See also: s. μέτα, μετά.
Page 2,218

Chinese

原文音譯:metaxÚ 姆他-克需
詞類次數:副詞(9)
原文字根:同著-共同 相當於: (בַּיִן‎ / בַּיִת‎)
字義溯源:在中間,在⋯之間,在一處,中間,當中,其間,間,下,較量,其次,其時;由(μετά)*=同,在其中)與(σύν / συνεπίσκοπος)*=共同)組成
出現次數:總共(9);太(2);路(2);約(1);徒(3);羅(1)
譯字彙編
1) 在⋯之間(2) 路16:26; 徒15:9;
2) 較量(1) 羅2:15;
3) 在⋯中間(1) 太23:35;
4) 下(1) 徒13:42;
5) 當中(1) 徒12:6;
6) 中間(1) 路11:51;
7) 間(1) 約4:31;
8) 在一處的時候(1) 太18:15

English (Woodhouse)

between, in the middle

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἀνάμεσα). Σύνθετο ἀπό τό μετά + ξύν.