ἀποστομόω: Difference between revisions
ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
(CSV import) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀποστομόω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[затыкать]] (διώρυγας Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[притуплять]] (ἀκτῖνες ἀπεστομωμέναι Luc.). | |elrutext='''ἀποστομόω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[затыкать]] (διώρυγας Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[притуплять]] (ἀκτῖνες ἀπεστομωμέναι Luc.). | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=-ῶ (=κλείνω τό [[στόμα]] κάποιου). Παρασύνθετο ἀπό τό ἀπό + [[στόμα]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἀποστόμωσις]], [[ἀποστομίζω]], [[ἀποστοματίζω]] (=[[ἀποστηθίζω]]), [[ἀποστομάτισμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:00, 14 October 2022
English (LSJ)
A stop the mouth of, Cerc.11.7: hence, block, stop up, τὰς διώρυχας Plb.Fr.117. II = ἀποστομίζω 1, ὅπλα ἀπεστομωμένα τὰς ἀκμάς D.H.6.14, cf. Luc.Tim.10.
Spanish (DGE)
1 cerrar la boca Cerc.9.7
•bloquear, obturar τὰς διώρυχας Plb.Fr.117
•taponar ἀγγεῖον Gal.10.512.
2 embotar, reducir el filo (ὅπλα) ἀπεστομωμένα τὰς ἀκμάς D.H.6.14
•fig. de los rayos de Zeus ἀπεστομωμέναι εἰσὶ δύο ἀκτῖνες Luc.Tim.10.
German (Pape)
[Seite 327] 1) dasselbe, ὅπλα ἀπεστομωμένα τὰς ἀκμάς Dion. Hal. 6, 14; vom Blitz des Jupiter, Luc. Tim. 10. – 2) den Mund verschließen; übh. verstopfen, διώρυγας Pol. frg. gr. 26.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
émousser.
Étymologie: ἀπό, στομόω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστομόω: κλείω τὸ στόμα τινός, κλείω, φράττω, Πολύβ. Ἀποσπ. 26· ἀντίθετον τῷ ἀναστομόω. ΙΙ. = ἀποστομίζω 1, ὅπλα... ἀπεστομωμένα Διον. Ἁλ. 6.14: μεταφ. Λουκ. Τίμ. 10.
Russian (Dvoretsky)
ἀποστομόω:
1) затыкать (διώρυγας Polyb.);
2) притуплять (ἀκτῖνες ἀπεστομωμέναι Luc.).
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=κλείνω τό στόμα κάποιου). Παρασύνθετο ἀπό τό ἀπό + στόμα.
Παράγωγα: ἀποστόμωσις, ἀποστομίζω, ἀποστοματίζω (=ἀποστηθίζω), ἀποστομάτισμα.