κρύφιος: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
(CSV import)
Line 42: Line 42:
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[clandestine]], [[secret]]
|woodrun=[[clandestine]], [[secret]]
}}
{{elmes
|esmgtx=-ον 1 [[oculto]] de dioses ἐπικαλοῦμαί σε, ... κρύφιε καὶ πρεσβύτατε <b class="b3">te invoco, oculto y muy anciano</b> P IV 1801 2 subst. plu. [[las cosas secretas]], [[lo oculto]] πάσης πνευματικῆς αἰσθήσεως, κρυφίων πάντων ἄναξ <b class="b3">tú, señor de toda experiencia espiritual, de todo lo oculto</b> P IV 1780
}}
}}

Revision as of 15:05, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρύφιος Medium diacritics: κρύφιος Low diacritics: κρύφιος Capitals: ΚΡΥΦΙΟΣ
Transliteration A: krýphios Transliteration B: kryphios Transliteration C: kryfios Beta Code: kru/fios

English (LSJ)

[ῠ], α, ον, also ος, ον E.IT1328, Th.7.25:—A hidden, concealed, θυμός Pi.P.1.84; ὄφις S.Ph.1328. 2 secret, clandestine, ὀαρισμοί Hes.Op.789; λέχος S.Tr.360; εὐναί E.El.719 (lyr.); ἔρωτες Musae.1; ψᾶφοι Pi.N.8.26; κ. εἰσῆλθον E.HF598. Adv. -ίως Ps.- Luc.Philopatr.9. 3 occult, Procl.Inst.121, Dam.Pr.151; latent, ib.192, 201. Adv. -ίως ib.153. 4 voc. κρύφιε such an one, LXX Ru.4.1. 5 κρύφιος, , fabulous gem, Ps.-Plu.Fluv.13.4. 6 κρύφιος, , title of a grade of initiates in the mysteries of Mithras, CIL 6.751a, 753 (pl.).

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
1 caché;
2 secret, clandestin.
Étymologie: κρύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρύφιος -α -ον, f. ook -ος [κρύπτω] verborgen:. κρύφιον θυμόν de verborgenheid van hun hart Pind. P. 1.84. geheim, heimelijk:; κρύφιον λέχος geheime geliefde Soph. Tr. 360; adv. κρυφίως in het geheim.

Russian (Dvoretsky)

κρύφιος: и 2 (ῠ) скрытый, тайный (ψᾶφοι Pind.; λέχος Soph.; εὐναί Eur.): κ. οἰκουρῶν ὄφις Soph. змей, тайный страж (Хрисского храма); κρύφιοι ὀαρισμοί Hes. уединенные беседы.

English (Slater)

κρῠφιος secret [κρύφιον (codd. contra metr.: κρυφόν Aristarchus) (O. 2.97) ] ἀστῶν δ' ἀκοὰ κρύφιον θυμὸν βαρύνει the inner spirit (P. 1.84) κρυφίαισι γὰρ ἐν ψάφοις Ὀδυσσῆ Δαναοὶ θεράπευσαν (N. 8.26) κρυφίου δὲ λο[ (λόγου coni. Snell) fr. 260. 2.

Spanish

oculto, las cosas secretas, lo oculto

Greek Monolingual

-α, -ο (AM κρύφιος, -ον, θηλ. και κρυφία)
1. αυτός που δεν εκδηλώνεται ή δεν γίνεται φανερός σε άλλους, κρυφός, μυστικός, άδηλος, αφανέρωτος (α. «κρύφια ελπίδα» β. «αἱμυλίους τε λόγους κρύφιους τ' ὀαρισμούς», Ησίοδ.)
2. απόρρητος, απόκρυφος
μσν.-αρχ.
1. κρυμμένος («σηκὸν φυλάσσει κρύφιος οἰκουρῶν ὄφις», Σοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κρύφιον
το μυστήριο («τὸ κρύφιον τοῦ θεοῦ», Διον. Αρεοπ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.κρύφιος
α) μυθώδης πολύτιμος λίθος
β) επιγρ. τίτλος βαθμούχου μυημένου στα μυστήρια του Μίθρα
2. (το αρσ. ως κλητική προσφώνηση) κρύφιε
καλέ, αγαθέ άνθρωπε («έκκλίνας κάθισον ὧδε, κρύφιε», ΠΔ).
επίρρ...
κρυφίως και κρύφια (AM κρυφίως, Μ και κρύφια)
λαθραία, κρυφά, μυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ κρυφ- του κρύπτω (πρβλ. κέ-κρυφ-α) + κατάλ. -ιος (πρβλ. πόντιος, ποτάμιος)].

Greek Monotonic

κρύφιος: [ῠ], -α, -ον και -ος, -ον (κρύπ-τω),
1. κρυφός, κρυμμένος, σε Σοφ. κ.λπ.
2. μυστικός, λαθραίος, σε Ησίοδ., Σοφ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

κρύφιος: ῠ, α, ον, ὡσαύτως, ος, ον, Εὐρ. Ι. Τ. 1328, Θουκ. 7. 25· ― κεκρυμμένος, θυμὸς Πινδ. Π. 1. 162· ὄφις Σοφ. Φιλ. 1328. 2) λαθραῖος, ἀπόκρυφος, ὀαρισμοὶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 791· λέχος Σοφ. Τρ. 360· εὐναὶ Εὐρ. Ἠλ. 720· ἔωρτες Μουσαῖ 1· ψᾶφοι Πινδ. Ν. 8. 44· κρ. εἰσῆλθον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 598 τὸ κρ. Διον. Ἀρεοπ. Ἐπίρρ. -ίως, Ψευδο-Λουκ. Φιλοπ. 9.

Middle Liddell

κρῠ́φιος, η, ον κρύπτω
1. hidden, concealed, Soph., etc.
2. secret, clandestine, Hes., Soph., etc.

Chinese

原文音譯:kruptÒj 克呂普拖士
詞類次數:形容詞(19)
原文字根:藏(著的) 相當於: (אָטַם‎)
字義溯源:隱藏,隱祕,隱情,祕密,暗,暗地裏,隱祕事,隱藏的事,掩藏的事,暗昧事,暗處,暗中,暗藏,裏面的;源自(κρύπτω)*=隱藏)
出現次數:總共(19);太(7);可(1);路(2);約(3);羅(2);林前(2);林後(1);彼前(1)
譯字彙編
1) 暗(6) 太6:4; 太6:4; 太6:6; 太6:6; 太6:18; 太6:18;
2) 隱藏的事(2) 太10:26; 路12:2;
3) 隱情(2) 林前4:5; 林前14:25;
4) 裏面的(1) 羅2:29;
5) 暗昧事(1) 林後4:2;
6) 隱藏(1) 彼前3:4;
7) 隱祕事(1) 羅2:16;
8) 暗中(1) 約7:10;
9) 隱藏著的(1) 可4:22;
10) 掩藏的事(1) 路8:17;
11) 暗處(1) 約7:4;
12) 暗地裏(1) 約18:20

English (Woodhouse)

clandestine, secret

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

-ον 1 oculto de dioses ἐπικαλοῦμαί σε, ... κρύφιε καὶ πρεσβύτατε te invoco, oculto y muy anciano P IV 1801 2 subst. plu. las cosas secretas, lo oculto πάσης πνευματικῆς αἰσθήσεως, κρυφίων πάντων ἄναξ tú, señor de toda experiencia espiritual, de todo lo oculto P IV 1780