λαμπάδιος: Difference between revisions
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2") |
(CSV import) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λαμπάδιος]], -ία, -ον (Α) [[λαμπάς]]<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει [[λαμπάδα]], [[λαμπαδηφόρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει σε [[λαμπάδα]] («λαμπαδίῳ πυρὶ τὸν ὅλον ἐδόκει καταλάμπεσθαι», Ηλιόδ.). | |mltxt=[[λαμπάδιος]], -ία, -ον (Α) [[λαμπάς]]<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει [[λαμπάδα]], [[λαμπαδηφόρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει σε [[λαμπάδα]] («λαμπαδίῳ πυρὶ τὸν ὅλον ἐδόκει καταλάμπεσθαι», Ηλιόδ.). | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=-ον [[portador de antorcha]] de Selene γεννᾷς γὰρ σὺ πάντα ἐπὶ χθονὸς, ... λαμπαδία, φαέθουσα καὶ αὐγάζουσα Σελήνη <b class="b3">pues tú creas todo en la tierra, portadora de antorcha, radiante y resplandeciente Selene</b> P IV 2557 | |||
}} | }} |
Revision as of 15:21, 15 October 2022
English (LSJ)
α, ον, A torch-bearing, epithet of the moon-goddess, PMag.Par.1.2557. 2 of a torch, πῦρ Hld.1.18 codd. λαμπᾰδ-ιστής, οῦ, ὁ, runner in torch-race, τὸ κοινὸν τῶν λ. SIG1068.2 (Patmos, iii/ii B. C.), cf. 671 A10 (Delph., ii B. C.); subject of painting by Pyrrho, D.L.9.62. II λ. ἀγών, = λαμπαδηφορία, Sch.Ar.Ra.131.
Spanish
Greek Monolingual
λαμπάδιος, -ία, -ον (Α) λαμπάς
1. αυτός που φέρει λαμπάδα, λαμπαδηφόρος
2. αυτός που ανήκει σε λαμπάδα («λαμπαδίῳ πυρὶ τὸν ὅλον ἐδόκει καταλάμπεσθαι», Ηλιόδ.).
Léxico de magia
-ον portador de antorcha de Selene γεννᾷς γὰρ σὺ πάντα ἐπὶ χθονὸς, ... λαμπαδία, φαέθουσα καὶ αὐγάζουσα Σελήνη pues tú creas todo en la tierra, portadora de antorcha, radiante y resplandeciente Selene P IV 2557