συκομωραία: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
(6)
(CSV import)
 
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῡκομωραία:''' ἡ, = [[συκόμορος]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''σῡκομωραία:''' ἡ, = [[συκόμορος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=ας (ἡ) sycomore<br>[v. [[συκόμορος]]]
}}
}}

Latest revision as of 18:30, 17 October 2022

English (Strong)

from σῦκον and moron (the mulberry); the "sycamore"-fig tree: sycamore tree. Compare συκάμινος.

Greek Monotonic

σῡκομωραία: ἡ, = συκόμορος, σε Καινή Διαθήκη

French (New Testament)

ας (ἡ) sycomore
[v. συκόμορος]