γλάξ: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γλάξ''': ἡ, φυτὸν μὲ γαλακτώδη χυλόν, Ἀρκάδ. 125, Ε. Μ. 232, κτλ., διορθωθὲν παρὰ τῷ Διοσκ. 4. 141, καὶ Γαλην. ἀντὶ γλαῦξ.
|lstext='''γλάξ''': ἡ, φυτὸν μὲ γαλακτώδη χυλόν, Ἀρκάδ. 125, Ε. Μ. 232, κτλ., διορθωθὲν παρὰ τῷ Διοσκ. 4. 141, καὶ Γαλην. ἀντὶ γλαῦξ.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>eine [[Pflanze]] mit milchigem Safte, VLL</i>.
}}
}}

Revision as of 16:31, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλάξ Medium diacritics: γλάξ Low diacritics: γλαξ Capitals: ΓΛΑΞ
Transliteration A: gláx Transliteration B: glax Transliteration C: glaks Beta Code: gla/c

English (LSJ)

v. γλαύξ III. γλάπτω, = γλάφω, EM233.7.

Spanish (DGE)

-ακός, ἡ
bot. n. de una planta que hace subir la leche a las parturientas, Hdn.Gr.1.395, Arc.125.5, Zonar.

Greek (Liddell-Scott)

γλάξ: ἡ, φυτὸν μὲ γαλακτώδη χυλόν, Ἀρκάδ. 125, Ε. Μ. 232, κτλ., διορθωθὲν παρὰ τῷ Διοσκ. 4. 141, καὶ Γαλην. ἀντὶ γλαῦξ.

German (Pape)

ἡ, eine Pflanze mit milchigem Safte, VLL.