ξῦσις: Difference between revisions
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.") |
m (pape replacement) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξῦσις''': ἢ ξύσις, ἡ, (ξύω) = [[ξυσμός]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394, π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 907· - τὸ ξύειν, «[[ξύλον]] παρὰ τὸ ξύω· τὸ ἐπιτήδειον πρὸς τὸ ξύεσθαι· οὐδεμία γὰρ ὕλη πρὸς ξῦσιν ἐπιτηδειοτέρα ξύλου» Ἐτυμ. Μέγ. 611. 20. (Κοινῶς φέρεται ξύσις, ἀλλὰ τὸ υ [[εἶναι]] [[μακρόν]]). | |lstext='''ξῦσις''': ἢ ξύσις, ἡ, (ξύω) = [[ξυσμός]], Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394, π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 907· - τὸ ξύειν, «[[ξύλον]] παρὰ τὸ ξύω· τὸ ἐπιτήδειον πρὸς τὸ ξύεσθαι· οὐδεμία γὰρ ὕλη πρὸς ξῦσιν ἐπιτηδειοτέρα ξύλου» Ἐτυμ. Μέγ. 611. 20. (Κοινῶς φέρεται ξύσις, ἀλλὰ τὸ υ [[εἶναι]] [[μακρόν]]). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>das [[Schaben]], [[Kratzen]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:31, 24 November 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, (ξύω) A ulceration, erosion, τοῦ ἐντέρου Hp.Acut.60. b excoriation, Aret.CD1.3. 2 scraping, filing, Hp.VC14, cf. Gal. 14.781, Ammon.in Int.23.21, PMed.inArch.Pap.4.270; polishing, EM611.20. (ξύσις is f.l. in codd.).
Greek (Liddell-Scott)
ξῦσις: ἢ ξύσις, ἡ, (ξύω) = ξυσμός, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394, π. τῶν ἐν Κεφ. Τρωμ. 907· - τὸ ξύειν, «ξύλον παρὰ τὸ ξύω· τὸ ἐπιτήδειον πρὸς τὸ ξύεσθαι· οὐδεμία γὰρ ὕλη πρὸς ξῦσιν ἐπιτηδειοτέρα ξύλου» Ἐτυμ. Μέγ. 611. 20. (Κοινῶς φέρεται ξύσις, ἀλλὰ τὸ υ εἶναι μακρόν).