λωβός: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λωβός]], -ή, -όν)<br />[[λεπρός]], [[λωβιάρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για καρπό) κακής ποιότητας, [[ελαττωματικός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) [[αδύνατος]]<br />β) [[ανάπηρος]]<br />γ) [[ανάξιος]] λόγου, [[ασήμαντος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] <span style="color: red;"><</span> [[λώβα]] «[[λέπρα]]»].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λωβός]], -ή, -όν)<br />[[λεπρός]], [[λωβιάρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για καρπό) κακής ποιότητας, [[ελαττωματικός]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) [[αδύνατος]]<br />β) [[ανάπηρος]]<br />γ) [[ανάξιος]] λόγου, [[ασήμαντος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. [[σχηματισμός]] <span style="color: red;"><</span> [[λώβα]] «[[λέπρα]]»].
}}
{{pape
|ptext== [[λωβητός]], <i>EM</i>. 570.37, zweifelhaft<br>Bei den Byzant. = <i>der [[Aussätzige]]</i>. Vgl. [[λώβη]].
}}
}}

Revision as of 16:32, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λωβός Medium diacritics: λωβός Low diacritics: λωβός Capitals: ΛΩΒΟΣ
Transliteration A: lōbós Transliteration B: lōbos Transliteration C: lovos Beta Code: lwbo/s

English (LSJ)

ή, όν, = λωβητός, coinage in EM570.37.

Greek (Liddell-Scott)

λωβός: -ή, -όν, = λωβητός, Μέγ. Ἐτυμολ. 570. 37. II. παρὰ Βυζαντίνοις συγγραφ., λεπρός· ἴδε λώβη ΙΙ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λωβός, -ή, -όν)
λεπρός, λωβιάρης
νεοελλ.
1. (για καρπό) κακής ποιότητας, ελαττωματικός
2. (για πρόσ.) α) αδύνατος
β) ανάπηρος
γ) ανάξιος λόγου, ασήμαντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < λώβα «λέπρα»].

German (Pape)

λωβητός, EM. 570.37, zweifelhaft
Bei den Byzant. = der Aussätzige. Vgl. λώβη.