αὐαλέος: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[αὖος]]<br />dry, [[parched]], Hes.; of eyes, dry, [[sleepless]], Anth.
|mdlsjtxt=[[αὖος]]<br />dry, [[parched]], Hes.; of eyes, dry, [[sleepless]], Anth.
}}
{{pape
|ptext=α, ον, <i>[[trocken]], dürr</i>, χρὼς ὑπὸ καύματος, [[sonnverbrannt]], Hes. <i>O</i>. 588; [[κόμη]] Antiphil. 37 (VII.141); vgl. Theocr. 14.4; [[στόμα]] Call. <i>Cer</i>. 6; ὄμματα, <i>[[schlaflos]]</i>e, Agath. 19 (V.280).
}}
}}

Revision as of 16:39, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐᾰλέος Medium diacritics: αὐαλέος Low diacritics: αυαλέος Capitals: ΑΥΑΛΕΟΣ
Transliteration A: aualéos Transliteration B: aualeos Transliteration C: avaleos Beta Code: au)ale/os

English (LSJ)

α, ον, (αὖος) dry, parched, withered, αὐ. χρὼς ὑπὸ καύματος Hes.Op.588; of hair, rough, dub. in Simon.37.9, cf.AP7.141 (Antiphil.); of plants, Orph.A.246; of the mouth, Call.Cer.6; of eyes, sleepless, AP5.279 (Agath.); αὐαλέῃ ἐνὶ κόγχῳ prob. in Timo 3.— Late in Prose, Aret.SD2.2, al. (αὑ- Call. l.c.)

Spanish (DGE)

(αὐᾰλέος) -α, -ον
• Alolema(s): αὑᾰλέος Call.Cer.6
1 seco ἀ. χρὼς ὑπὸ καύματος Hes.Op.588, cf. D.P.966, αὐαλέος ψαφαρῷ χροΐ Nonn.D.26.104, δάκρυ Q.S.14.392, αὐαλέοις ὄμμασι AP 5.280 (Antiphil.), ἄρτος Androm.103, κόγχος Timo SHell.777
de la boca reseca αὐτμὴ αὐ. στομάτων A.R.2.666, cf. Call.l.c., en un moribundo ἐπὶ χείλεσιν αὐαλέοισιν Q.S.10.280
de plantas marchito, agostado θάμνοι A.R.1.1028, Q.S.8.89, φῦκος Orph.A.246, ἄμπελος Orph.A.608, cf. AP 7.141 (Antiphil.)
del cabello en total abandono lacio, marchito αὐαλέαι ... κόμαι Q.S.9.364.
2 fig. lánguido, alicaído de unos peces a punto de ser devorados ἔσταν δ' αὐαλέοι καὶ ἀμήχανοι Opp.H.2.78.
• Etimología: v. αὖος.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
desséché, sec en parl. de la peau, des cheveux, de plantes ; fig. raide ou immobile de stupeur.
Étymologie: αὖος.

Russian (Dvoretsky)

αὐᾰλέος:
1) высохший, опаленный (χρὼς ὑπὸ καύματος Hes.; κίκινοι Theocr.; κόμη δένδρων Anth.);
2) досл. сухой, перен. бессонный (ὄμματα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐᾰλέος: -α, -ον, (αὖος) ξηρός, κατάξηρος, μεμαραμμένος, αὐαλέος δέ τε χρὼς ὑπὸ καύματος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 586· ἐπὶ κόμης, αὐχμηρός, αὐαλέαν ὕπερθε τεὰν κόμαν Σιμων. 50. 9· ἐπὶ φυτῶν, Ὀρφ. Ἀργ. 248· ἐπὶ τοῦ στόματος, Καλλ. εἰς Δήμ. 6· ἐπὶ ὀφθαλμῶν, ἄϋπνος, Ἀνθ. Π. 5. 280. Πρβλ. αὐσταλέος, αὐχμηρός.

Greek Monolingual

αὐαλέος, -α, -ον (Α)
1. ξερός, στεγνός
2. μαραμένος, ηλιοκαμένος
3. (για τα μάτια) άυπνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επαυξημένος τ. του ουσ. αύος με το επίθημα -αλέος (πρβλ. αζαλέος, ισχαλέος κ.ά.)].

Greek Monotonic

αὐᾰλέος: -α, -ον (αὖος), ξηρός, μαραμένος, σε Ησίοδ.· λέγεται για τα μάτια, στεγνά, άυπνα, σε Ανθ.

Middle Liddell

αὖος
dry, parched, Hes.; of eyes, dry, sleepless, Anth.

German (Pape)

α, ον, trocken, dürr, χρὼς ὑπὸ καύματος, sonnverbrannt, Hes. O. 588; κόμη Antiphil. 37 (VII.141); vgl. Theocr. 14.4; στόμα Call. Cer. 6; ὄμματα, schlaflose, Agath. 19 (V.280).