δίρρυμος: Difference between revisions
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (pape replacement) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=δίρ-ρῡμος, ον <i>adj</i><br />with two poles, i. e. [[three]] horses, Aesch. | |mdlsjtxt=δίρ-ρῡμος, ον <i>adj</i><br />with two poles, i. e. [[three]] horses, Aesch. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῡ], <i>mit zwei Deichseln</i>; τέλη Aesch. <i>Pers</i>. 47, Schol. τέθριππα ἅρματα. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:46, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, with two poles, i. e. three horses, Id.Pers.47 (anap.).
Spanish (DGE)
(δίρρῡμος) -ον
con dos lanzas δίρρυμα ... τέλη escuadrones de carros de dos lanzas op. τρίρρυμος A.Pers.47.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à deux timons.
Étymologie: δίς, ῥυμός.
Russian (Dvoretsky)
δίρρῡμος: с двойным дышлом (τέλη Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δίρρυμος: -ον, ὁ ἔχων δύο ῥυμούς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 47.
Greek Monolingual
δίρρυμος, -ον (Α)
(για άμαξα) αυτή που έχει δύο ρυμούς, δηλ. τρία άλογα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + ρυμός «ο ιμάντας με τον οποίο το άλογο σέρνει την άμαξα»].
Greek Monotonic
δίρρῡμος: -ον, αυτός που έχει δύο τιμόνια, δηλ. τρία άλογα, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
δίρ-ρῡμος, ον adj
with two poles, i. e. three horses, Aesch.
German (Pape)
[ῡ], mit zwei Deichseln; τέλη Aesch. Pers. 47, Schol. τέθριππα ἅρματα.