ἰθύκυφος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰθύκυφος]], -ύφη, -ον (Α)<br />(για το άνω [[τμήμα]] της σπονδυλικής στήλης)<br />αυτός που σχηματίζει [[κοιλότητα]] στο μπροστινό [[μέρος]], αυτός που φαίνεται [[ευθύς]] από [[μπροστά]] και [[κυρτός]] [[προς]] τα [[πίσω]] από τα [[πλάγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[κυφός]] «σκυμμένος»].
|mltxt=[[ἰθύκυφος]], -ύφη, -ον (Α)<br />(για το άνω [[τμήμα]] της σπονδυλικής στήλης)<br />αυτός που σχηματίζει [[κοιλότητα]] στο μπροστινό [[μέρος]], αυτός που φαίνεται [[ευθύς]] από [[μπροστά]] και [[κυρτός]] [[προς]] τα [[πίσω]] από τα [[πλάγια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[κυφός]] «σκυμμένος»].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[geradeaus]] [[gebogen]]</i>, Hippocr.
}}
}}

Revision as of 16:48, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰθύκῡφος Medium diacritics: ἰθύκυφος Low diacritics: ιθύκυφος Capitals: ΙΘΥΚΥΦΟΣ
Transliteration A: ithýkyphos Transliteration B: ithykyphos Transliteration C: ithykyfos Beta Code: i)qu/kufos

English (LSJ)

η, ον, of parts of the normal spine, frontally concave, Hp.Art.45 (ἰθυκυφής, ές,Mochl.1); opp. ἰθύλορδος, η, ον (ος, ον Mochl.l.c.), frontally convex, ll. cc., cf. Gal.18(2).542.

Greek Monolingual

ἰθύκυφος, -ύφη, -ον (Α)
(για το άνω τμήμα της σπονδυλικής στήλης)
αυτός που σχηματίζει κοιλότητα στο μπροστινό μέρος, αυτός που φαίνεται ευθύς από μπροστά και κυρτός προς τα πίσω από τα πλάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + κυφός «σκυμμένος»].

German (Pape)

geradeaus gebogen, Hippocr.