ἀκονίατος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκονίᾱτος''': -ον, ([[κονιάω]]) ὁ μὴ κεκονιαμένος, μὴ «ἀσπρισμένος» δι’ ἀσβέστου, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 8. 11, 1. | |lstext='''ἀκονίᾱτος''': -ον, ([[κονιάω]]) ὁ μὴ κεκονιαμένος, μὴ «ἀσπρισμένος» δι’ ἀσβέστου, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 8. 11, 1. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ᾱτ] <i>[[ungetüncht]]</i>, Theophr. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:54, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, (κονιάω) unplastered, not whitewashed, Thphr.HP 8.11.1, cf. Gal.13.356 (nisi leg. ἀκώνητος).
Spanish (DGE)
-ον
no encalado, no pintado de cal οἴκημα Thphr.HP 8.11.1, ἄγγος Gal.13.356, θησαυρός PMich.226.30 (I d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκονίᾱτος: -ον, (κονιάω) ὁ μὴ κεκονιαμένος, μὴ «ἀσπρισμένος» δι’ ἀσβέστου, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 8. 11, 1.
German (Pape)
[ᾱτ] ungetüncht, Theophr.