γλώττισμα: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(8)
m (pape replacement)
 
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γλώττισμα]], το και [[γλωττισμός]], ο (Α) [[γλωττίζω]]<br />ρουφηχτό [[φιλί]] [[στόμα]] με [[στόμα]].
|mltxt=[[γλώττισμα]], το και [[γλωττισμός]], ο (Α) [[γλωττίζω]]<br />ρουφηχτό [[φιλί]] [[στόμα]] με [[στόμα]].
}}
{{pape
|ptext=τό, <i>[[Zungenkuß]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 16:54, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

γλώττισμα: τό, = τῷ ἑπομ., Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
delicadeza, elegancia de lenguaje ἀφέλοιτο τῶν Ἑλληνικῶν γλωττισμάτων Soz.HE 3.16.2.

Greek Monolingual

γλώττισμα, το και γλωττισμός, ο (Α) γλωττίζω
ρουφηχτό φιλί στόμα με στόμα.

German (Pape)

τό, Zungenkuß, Sp.