σκελεαγής: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σπασμένα τα σκέλη<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σκελεαγές</i><br />το [[κάταγμα]] του σκέλους, [[σκελοκοπία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[αγής]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγος]] <span style="color: red;"><</span> [[ἄγνυμι]] «[[σπάω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-[[αγής]]].
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σπασμένα τα σκέλη<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σκελεαγές</i><br />το [[κάταγμα]] του σκέλους, [[σκελοκοπία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκέλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[αγής]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγος]] <span style="color: red;"><</span> [[ἄγνυμι]] «[[σπάω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-[[αγής]]].
}}
{{pape
|ptext=s. [[σκελιαγής]].
}}
}}

Revision as of 16:56, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκελεᾱγής Medium diacritics: σκελεαγής Low diacritics: σκελεαγής Capitals: ΣΚΕΛΕΑΓΗΣ
Transliteration A: skeleagḗs Transliteration B: skeleagēs Transliteration C: skeleagis Beta Code: skeleagh/s

English (LSJ)

ές, (ἄγνυμι) with broken legs, σκελεαγεῖς ποιήσω, gloss on γυιώσω, Porph.ad Il.8.402 p.300 S.; τὸ σ. fracture of the legs, Gloss. (σκελι-).

Greek (Liddell-Scott)

σκελεᾱγής: -ές, (ἄγνυμι) ὁ θραύων, συντρίβων τὰ σκέλη, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Η. 101· τὸ σκελεαγές, κάταγμα τῶν σκελῶν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που έχει σπασμένα τα σκέλη
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκελεαγές
το κάταγμα του σκέλους, σκελοκοπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλος + -αγής (< ἄγος < ἄγνυμι «σπάω»), πρβλ. περι-αγής].

German (Pape)

s. σκελιαγής.