μακροειδής: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μακροειδής]], -ές (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[ψηλός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει μακρουλό [[σχήμα]], επιμήκη [[μορφή]].
|mltxt=[[μακροειδής]], -ές (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[ψηλός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει μακρουλό [[σχήμα]], επιμήκη [[μορφή]].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>von [[länglicher]] [[Gestalt]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 16:57, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροειδής Medium diacritics: μακροειδής Low diacritics: μακροειδής Capitals: ΜΑΚΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: makroeidḗs Transliteration B: makroeidēs Transliteration C: makroeidis Beta Code: makroeidh/s

English (LSJ)

ές, tall, BGU364.6 (vi A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

μακροειδής: -ές, ἔχων μακρὸν σχῆμα, Ἐρωτιαν. σ. 208.

Greek Monolingual

μακροειδής, -ές (AM)
μσν.
ψηλός
αρχ.
αυτός που έχει μακρουλό σχήμα, επιμήκη μορφή.

German (Pape)

ές, von länglicher Gestalt, Sp.