σφακελισμός: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σφακελισμός -οῦ, ὁ [σφακελίζω] gangreen, afsterving:. ὀστέων van botten Hp. Art. 33. | |elnltext=σφακελισμός -οῦ, ὁ [σφακελίζω] gangreen, afsterving:. ὀστέων van botten Hp. Art. 33. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, = [[σφάκελος]], Sp. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:04, 24 November 2022
English (LSJ)
ὁ, = σφάκελος (middle finger), A ὀστέων Hp.Art. 33 (pl.); τοῦ ἐγκεφάλου Id.Morb.2.5, cf. Arist.PA672a33; of plants, rot, Thphr.HP4.14.2,4, 8.10.1; of the effect of cold on the foetus, Arist.Pr.860a19, cf. Erot.Fr.18. 2 = λύπη σφοδρά, Stoic.3.100. 3 epilepsy in horses, Hippiatr.108.
Russian (Dvoretsky)
σφᾰκελισμός: ὁ Arst. = σφάκελος 1.
Greek (Liddell-Scott)
σφᾰκελισμός: ὁ, = τῷ ἑπομ., ὀστέων Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 799· τοῦ ἐγκεφάλου ὁ αὐτ. 463. 7, πρβλ. Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 16· ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 12, κλπ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφακελισμὸς καὶ σφάκελος ἡ ἄμετρος ὀδύνη· καὶ ἡ μετὰ σπασμοῦ καὶ ὀδύνης πρόεσις· καὶ ἡ τῶν ὀστέων σῆψις», ἴδε καὶ Σουΐδ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ σφακελίζω
σήψη τών ριζών, που έχει ως επακόλουθο την εξασθένηση και τον θάνατο τών δένδρων ή τών θάμνων
μσν.
(σχετικά με ίππους) επιληψία
αρχ.
1. γάγγραινα, νέκρωση
2. αναισθησία μερών του σώματος από ψύξη
3. μεγάλη λύπη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφακελισμός -οῦ, ὁ [σφακελίζω] gangreen, afsterving:. ὀστέων van botten Hp. Art. 33.
German (Pape)
ὁ, = σφάκελος, Sp.