αὐτεξούσιος: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
(CSV import)
m (pape replacement)
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[αὐτεξούσιος]], -ον και -ος, -α, -ον) [[εξουσία]]<br /><b>1.</b> [[ελεύθερος]], [[ανεξάρτητος]], αυτός που δεν υπάγεται στην [[εξουσία]] άλλου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ελευθερία]] εκλογής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όποιος δεν υπόκειται σε περιορισμό ή [[απαγόρευση]] [[αλλά]] ασκεί ελεύθερα τα [[πολιτικά]] και ατομικά του δικαιώματα<br /><b>2.</b> [[κραταιός]], [[ισχυρός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>αὐτεξουσίως</i>·1. με προσωπική [[εξουσία]], [[χωρίς]] τη [[βοήθεια]] άλλου<br /><b>2.</b> αυθαίρετα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ελεύθερος]] από πατρική [[κηδεμονία]]<br /><b>2.</b> ηθικά [[υπεύθυνος]], με [[συναίσθηση]] των πράξεών του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απόλυτος]] («[[αὐτεξούσιος]] [[βασιλεία]], [[ἀρχή]] κ.λπ.»)<br /><b>2.</b> (για ομήρους) αυτός που απολύθηκε [[άνευ]] όρων.
|mltxt=-α, -ο (AM [[αὐτεξούσιος]], -ον και -ος, -α, -ον) [[εξουσία]]<br /><b>1.</b> [[ελεύθερος]], [[ανεξάρτητος]], αυτός που δεν υπάγεται στην [[εξουσία]] άλλου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[ελευθερία]] εκλογής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όποιος δεν υπόκειται σε περιορισμό ή [[απαγόρευση]] [[αλλά]] ασκεί ελεύθερα τα [[πολιτικά]] και ατομικά του δικαιώματα<br /><b>2.</b> [[κραταιός]], [[ισχυρός]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>αὐτεξουσίως</i>·1. με προσωπική [[εξουσία]], [[χωρίς]] τη [[βοήθεια]] άλλου<br /><b>2.</b> αυθαίρετα<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ελεύθερος]] από πατρική [[κηδεμονία]]<br /><b>2.</b> ηθικά [[υπεύθυνος]], με [[συναίσθηση]] των πράξεών του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απόλυτος]] («[[αὐτεξούσιος]] [[βασιλεία]], [[ἀρχή]] κ.λπ.»)<br /><b>2.</b> (για ομήρους) αυτός που απολύθηκε [[άνευ]] όρων.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 33: Line 33:
{{elmes
{{elmes
|esmgtx=-ον [[que tiene en sí mismo el poder]] de Apolo-Helios σὲ καλῶ, τὸν μέγαν ἐν οὐρανῷ, ἀεροειδῆ, αὐτεξούσιον <b class="b3">te llamo a ti, el que es grande en el cielo, que eres como el aire, que tienes en ti mismo el poder</b> P II 102  
|esmgtx=-ον [[que tiene en sí mismo el poder]] de Apolo-Helios σὲ καλῶ, τὸν μέγαν ἐν οὐρανῷ, ἀεροειδῆ, αὐτεξούσιον <b class="b3">te llamo a ti, el que es grande en el cielo, que eres como el aire, que tienes en ti mismo el poder</b> P II 102  
}}
{{pape
|ptext=([[ἐξουσία]]), <i>[[eigenmächtig]], sein [[eigener]] Herr</i>, Sp.; καὶ [[ἐλεύθερος]] Muson. Stob. 79.51; DS. 14.105; τὸ αὐτ., <i>[[freie]] [[Macht]]</i>, Herodian. 7.17.3; Jos.
}}
}}

Revision as of 17:06, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτεξούσιος Medium diacritics: αὐτεξούσιος Low diacritics: αυτεξούσιος Capitals: ΑΥΤΕΞΟΥΣΙΟΣ
Transliteration A: autexoúsios Transliteration B: autexousios Transliteration C: afteksoysios Beta Code: au)tecou/sios

English (LSJ)

ον, in one's own power, free, ποιῶν τὸ αὐ. Chrysipp.Stoic.2.284, cf. Diogenian.Epicur. 3.61, Plot.1.4.8, Iamb.Myst.3.14; of persons, Muson.Fr.12p.66H., Arr.Epict.4.1.62, PLips.29.6(iii A.D.); of captives, freed unconditionally, D.S.14.105; absolute, βασιλεία J.AJ15.7.10; δύναμις Plot.6.8.20; αὐ., τό, freedom of choice, Procl. in Alc.p.143C., etc.; αὐ. ἀρχή Plot.3.2.10. Adv. -ως J.BJ5.13.5, Plot.6.8.20, Procl. Theol.Plat. 6.16; cf. αὐτοεξούσιος.

Spanish (DGE)

-ον
I 1dueño de sí, que tiene libertad de pers. δεσπότης Muson.Fr.12, ἄνθρωπος Arr.Epict.4.1.62, cf. Sm.Ie.34.16, ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι Gr.Nyss.Apoll.207.7, op. ὑπεξούσιος Hippol.Theoph.3
de prisioneros libertado incondicionalmente D.S.14.105
de abstr. libre τὸ ἡμᾶς βουληθῆναί τε καὶ μὴ βουληθῆναι ... ἦν αὐτεξούσιον Diogenian.Epicur.3.61, ὅλον οὖν αὐτεξούσιον ἐν αὐτῷ Plot.6.8.20, frec. en lit. crist. χάρις Gr.Nyss.M.44.1189C, ἀπόλυσις Nil.M.79.988B.
2 absoluto βασιλεία I.AI 15.266, δύναμις Plot.6.8.20, ἀρχή Mon.Anc.Gr.3.2, Plot.3.2.10
autónomo, independiente αὐτεξούσιος ... ὁ τοιοῦτος ὢν τρόπος τῆς μαντείας Iambl.Myst.3.14.
3 libertino ἀπαιδευσία Clem.Al.Paed.3.5.31.
II subst. τὸ αὐ. libertad de elección, libre albredío ποιῶν τὸ αὐ. μετὰ τῆς ἀνάγκης Chrysipp.Stoic.2.284, cf. Procl.in Alc.143, Plot.1.4.8, de los seres celestiales ἐκ τοῦ ἐν αὐτοῖς αὐτεξουσίου Origenes Cels.5.10, del Hijo τῷ ἰδίῳ αὐτεξουσίῳ ... μένει καλός Arius Thal.Fr.9
gener. libertad τὸ αὐ. τῆς προαιρέσεως Gr.Nyss.Or.Catech.21, τὸ αὐ. ἡμῶν Clem.Al.Strom.5.1.3, Chrys.M.63.99.
III adv. -ως libremente, con independencia τοῖς πάθεσιν αὐ. χρῆσθαι I.BI 5.556, αὐ. φέρεσθαι Procl.Theol.Plat.6.16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
maître de soi, libre, indépendant ; τὸ αὐτεξούσιον BABR indépendance.
Étymologie: αὐτός, ἐξουσία.

Russian (Dvoretsky)

αὐτεξούσιος: получивший полную свободу (αἰχμάλωτος Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτεξούσιος: -ον, αὐτὸς ἑαυτοῦ κύριος, ἐλεύθερος, Ἀρρ. Ἐπίκ. 4. 1, 62· ἐπὶ αἰχμαλώτων, ὁ ἀπολυθεὶς ἂνευ ὃρων, Διόδ. 14. 105· ― τὸ αὐτεξούσιον, μὴ τῷ αὐτεξουσίῳ εἰς δέον κεχρημένων Βαρβ. 49. Ἐπίρρ. -ως Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 5. 13, 5.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM αὐτεξούσιος, -ον και -ος, -α, -ον) εξουσία
1. ελεύθερος, ανεξάρτητος, αυτός που δεν υπάγεται στην εξουσία άλλου
2. το ουδ. ως ουσ. ελευθερία εκλογής
νεοελλ.
1. όποιος δεν υπόκειται σε περιορισμό ή απαγόρευση αλλά ασκεί ελεύθερα τα πολιτικά και ατομικά του δικαιώματα
2. κραταιός, ισχυρός
αρχ.-μσν.
επίρρ. αὐτεξουσίως·1. με προσωπική εξουσία, χωρίς τη βοήθεια άλλου
2. αυθαίρετα
μσν.
1. ελεύθερος από πατρική κηδεμονία
2. ηθικά υπεύθυνος, με συναίσθηση των πράξεών του
αρχ.
1. απόλυτοςαὐτεξούσιος βασιλεία, ἀρχή κ.λπ.»)
2. (για ομήρους) αυτός που απολύθηκε άνευ όρων.

Greek Monotonic

αὐτεξούσιος: -ον (ἐξουσία), αυτός που εξουσιάζει τον εαυτό του· τὸ αὐτεξούσιον, ελεύθερη δύναμη, ίδια εξουσία, σε Βάβρ.

Middle Liddell

ἐξουσία
in one's own power; τὸ αὐτεξούσιον free power, Babr.

Léxico de magia

-ον que tiene en sí mismo el poder de Apolo-Helios σὲ καλῶ, τὸν μέγαν ἐν οὐρανῷ, ἀεροειδῆ, αὐτεξούσιον te llamo a ti, el que es grande en el cielo, que eres como el aire, que tienes en ti mismo el poder P II 102

German (Pape)

(ἐξουσία), eigenmächtig, sein eigener Herr, Sp.; καὶ ἐλεύθερος Muson. Stob. 79.51; DS. 14.105; τὸ αὐτ., freie Macht, Herodian. 7.17.3; Jos.