σφηνοκέφαλος: Difference between revisions
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (pape replacement) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=σφηνο-κέφᾰλος, ον, [[κεφαλή]]<br />with peaked [[head]], Strab. | |mdlsjtxt=σφηνο-κέφᾰλος, ον, [[κεφαλή]]<br />with peaked [[head]], Strab. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>mit kegelförmigem Kopfe, [[spitzköpfig]]</i>, Strab. 2.1.9. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:07, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, with wedgeshaped or peaked head, Str.2.1.9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à tête pointue.
Étymologie: σφήν, κεφαλή.
Greek (Liddell-Scott)
σφηνοκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων κεφαλὴν σφηνοειδῆ ἢ εἰς ὀξὺ ἀπολήγουσαν, Πᾶνας σφηνοκεφάλους Στράβ. 70.
Greek Monolingual
-η, -ο / σφηνοκέφαλος, -ον, ΝΑ
αυτός του οποίου το κεφάλι έχει σχήμα σφήνας, δηλαδή είναι επίμηκες και πεπλατυσμένο στα πλάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφήν, -ηνός «σφήνα» + -κέφαλος (< κεφαλή)].
Greek Monotonic
σφηνοκέφαλος: -ον (κεφαλή), αυτός που έχει σφηνοειδές, τριγωνικό, μυτερό κεφάλι, σε Στράβ.
Middle Liddell
σφηνο-κέφᾰλος, ον, κεφαλή
with peaked head, Strab.
German (Pape)
mit kegelförmigem Kopfe, spitzköpfig, Strab. 2.1.9.