ὑποσαρκίδιος: Difference between revisions
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από το [[δέρμα]] ή από την [[σάρκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίδιος]] (<b>πρβλ.</b> <i>περικνημ</i>-[[ίδιος]])]. | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από το [[δέρμα]] ή από την [[σάρκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίδιος]] (<b>πρβλ.</b> <i>περικνημ</i>-[[ίδιος]])]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[unter]] dem Fleische [[befindlich]]</i>, Hippocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:09, 24 November 2022
English (LSJ)
[ῐδ], ον, under the flesh or skin, Hp.Morb.1.3, v.l. in Acut.(SP.) 52, Dsc.3.45.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσαρκίδιος: [ῐ], -ον, ὁ ὑπὸ τὴν σάρκα, ὑπὸ τὸ δέρμα, Ἱππ. 405. 15., 447. 14.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κάτω από το δέρμα ή από την σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σάρξ, σαρκός + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. περικνημ-ίδιος)].
German (Pape)
unter dem Fleische befindlich, Hippocr.