οἰστροδόνητος: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰστροδόνητος]] και [[οἰστρόδονος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[οιστροδίνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶστρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόνητος</i> / -<i>δονος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δονῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αερο</i>-<i>δόνητος</i>, <i>πολύ</i>-<i>δονος</i>].
|mltxt=[[οἰστροδόνητος]] και [[οἰστρόδονος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[οιστροδίνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶστρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δόνητος</i> / -<i>δονος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δονῶ</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αερο</i>-<i>δόνητος</i>, <i>πολύ</i>-<i>δονος</i>].
}}
{{pape
|ptext== [[οἰστροδίνητος]]; Ἰώ, Aesch. <i>Suppl</i>. 568; in einer parodierenden [[Stelle]] Ar. <i>Thesm</i>. 324, προλιπὼν μυχὸν ἰχθυόεντ' οἰστροδόνητον Νηρέος.
}}
}}

Revision as of 17:10, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰστροδόνητος Medium diacritics: οἰστροδόνητος Low diacritics: οιστροδόνητος Capitals: ΟΙΣΤΡΟΔΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: oistrodónētos Transliteration B: oistrodonētos Transliteration C: oistrodonitos Beta Code: oi)strodo/nhtos

English (LSJ)

ον, = οἰστροδίνητος (driven round and round by the gadfly), A. Supp. 573 (lyr.), Ar. Th. 324 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. οἰστροδίνητος.
Étymologie: οἶστρος, δονέω.

Russian (Dvoretsky)

οἰστροδόνητος: гонимый слепнем (Ἰώ Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰστροδόνητος: ἴδε οἰστροδίνητος.

Greek Monolingual

οἰστροδόνητος και οἰστρόδονος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) οιστροδίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -δόνητος / -δονος (< δονῶ), πρβλ. αερο-δόνητος, πολύ-δονος].

German (Pape)

οἰστροδίνητος; Ἰώ, Aesch. Suppl. 568; in einer parodierenden Stelle Ar. Thesm. 324, προλιπὼν μυχὸν ἰχθυόεντ' οἰστροδόνητον Νηρέος.